Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014



ΕΡΙΛΗ (έμμετρο μονόπρακτο)


ΚΡΕΩΝ
Πώς; ταντεταλμένα ου δίκαιον εκπονείν;
Ουκ, ην πονηρά γ' ή κακώς τ' ειρημένα.
(ΑΝΤΙΓΟΝΗ)

                                           


Η ζωή είναι μία διαρκής συνουσία

ΕΛΥΤΗΣ






(Δωμάτιο του Ελβυτέρ' φτωχικό' αριστερά γiα τους θεατές,πόρτα που οδηγεί στο χoλ' ο Ελβυτέρ στέκεται όρθιος μπροστά στο μικρό τραπέζι που βρίσκεται στη μέση του δωματίου' δίπλα του μία καρέκλα' πάνω στο τραπέζι ένα ποτήρι μ' ένα κόκκινο υγρό μέσα και η φωτογραφία της Εριλή)


ΕΛΒΥΤΕΡ
Έρωτα παντοδύναμε, θεέ, όλων Πατέρα
γιατί χαράς δε μου 'δωσες να δω και γω μια μέρα;
Πέτρα την πέτρα το βουνό δένεις και δε χαλιέται.
Το κύμα κάνεις στο γιαλό άπαυτα να χτυπιέται.
Δένεις αέρα, γη, νερό, σε μία σφαίρα στέρια
τηνε κεντάς κι ανάμεσα από τ' άλλα σου τ' αστέρια
τρέχει αυτή ακράτηγη. Για τι; Για πού; Ποιος ξέρει
παρά το που την έπλασε αλύπητό σου χέρι…
Στου σπόρου μέσα το κορμί, χωμένο μες στο χώμα
συνάζεις μύρα, σχήματα, σταλάζεις φως και χρώμα
και κάθε χρόνο απα' στης γης τα μέρη τα σκορπίζεις'
τάχα για ποιον; τάχα για τι; Μόνο εσύ γνωρίζεις.
Μέσα στη θάλασσα οδηγάς και χύνεις τα ποτάμια,
τον πόθο για το ψήλωμα φυτεύεις στα καλάμια.
Δένεις τη μέρα με το φως, τη νύχτα με τα μάγια,
τη δυστυχιά με τη ζωή, τον πλούτο με τ' αρπάγια'
το φλόγινο το κόκκινο ταιριάζεις με τη δύση
τον ερχομό της άνοιξης με το γλυκό μεθύσι
τη νοστιμιά του χταποδιού με του χελιού την πείνα
τη νύχτα με τ' αστέρια της και με τη λάμψη εκείνα'
τα ψάρια με τη θάλασσα, πουλιά με τον αέρα,
και με το μαύρο θάνατο της ερημιάς την ξέρα.
Τ' αρνί οδηγάς προς τη σφαγή, το φως προς το σκοτάδι,
τα ρόδα προς το μάραμα, τη ζήση προς τον Άδη.
Βαθιά ποτίζεις το χαρτί με δίψα για μελάνι
και του σωστού τ' ακρόριζα ποτίζεις με την πλάνη.
Την πεταλούδα στη φωτιά ρίχνεις και το μικρούλι
σε τρομερό ένα θάνατο σπρώχνεις αγκαθοπούλι.
Τις αίστησες εγέννησες και κάνοντας να νιώθουν
τη δυστυχιά την ίδια τους τις έβαλες να κλώθουν.
Κι ό,τι εγέννας το 'στειλες μονάχο του να πάει
μες στα ψυχρά, παντέρημα και σκοτεινά σου χάη
και να ζητάει αιώνια χωρίς ποτέ του να 'βρει
το ταίρι του, που του 'κρυψε η βούλησή σου η μαύρη.
Έσμιξες, εξεχώρισες, σμίγεις κι ξεχωρίζεις
συγκλόνισες, ετάραξες, ταράζεις, συγκλονίζεις
και μέσα στην ασύγκριτη σύγχυση και τη βία-
και μέσα σ' όλων των στοιχειών τη φοβερή μανία
και μας μαζί μας στροβιλάς και μας μαζί μας δέρνεις
κι απ' το 'να γκρεμοτσάκισμα στ' άλλο γοργά μας φέρνεις.
Και στης ψυχής μας τ' άμετρα, τ' αβυσσαλέα βάθη
ολέθρια εφύτεψες και ψυχοφθόρα πάθη-
μικρά και μεγαλύτερα, μέγιστα και ακόμα
πάθη που αν είναι να τα πει δειλιάει κάθε στόμα.
Το πάθος για του ιππόδρομου έβαλες τ' αλογάκια,
το πάθος για τ' αλκολικό ποτό, για τα χαρτάκια,
για τα ταξίδια, τα όμορφα ρούχα και τα στολίδια,
την τέχνη, την κολύμβηση, τα δάση, τα βιβλία,
κι ακόμα πάθη χίλια δυο μπορώ να ονομάσω
χωρίς στο τέλος του μακριού κατάλογου να φτάσω.
Τόσο τα πάθη που σκορπάς πολλά και δίχως τέλος'
τόσα' και για καθένα τους ένα μικρό σου βέλος.
Κι οι άνθρωποι τα πάθη τους υπηρετούν. Και όλοι
άλλος πιο λίγο, άλλος πολύ, κάθε αργία και σκόλη
την αφιερώνουν δουλικά στο πάθος που τους πάει
και με το πάθος του καθείς στον κόσμο αυτόν μεθάει.
Μα ένα πάθος διάφορο υπάρχει από τ' άλλα
που πιο μεγάλο είναι μαζί απ' όλα τα μεγάλα:
για το γυναίκειο το κορμί το ακοίμητο το πάθος
που πλάτος έχει άσωστο κι αμέτρητο έχει βάθος.
Ποιος που δεν είναι ανόητος μπορεί να θεωρήσει
πως με το χρόνο αυτό εδώ το πάθος θα ξεφτίσει;
Ποιος η ύστερή του η πνοή προτού το σώμα αφήσει
του πάθους τούτου η ορμή πως θα γνωρίσει δύση-
πως από μέσα του η ορμή αυτού του πάθους φεύγει
προτού η στερνή του η πνοή απ' το κορμί του έβγει;
Ποιος θα τολμούσε να 'λεγε Κόλαση πως υπάρχει
που απ' το γυναίκειο το κορμί αιτίαν άλλη να 'χει;
Ποιος ότι τάχα μια φωτιά υπάρχει πιο φλογάτη
από τη φλόγα που σκορπάει το γυναικείο μάτι;
Ποιος πως βασανιστήριο πιο μέγα έχει γίνει
παρά να μη τον αγαπά-να μη τον θέλει Εκείνη;
Όμως οι άθλιοι άνθρωποι με κάτι ξεγελιούνται
όταν Αυτή δεν τους κοιτά-κάπως παρηγοριούνται.
Τη μια με κάποιο γέλιο Της, άλλη με μια ματιά Της
και άλλοτε μ' εν' άγγιγμα 'π' τα χέρια τ΄ακριβά Της..
Για όλους μες στη δυστυχιά υπάρχει μια ελπίδα-
για όλους έχει μι αστραπή μέσα στην καταιγίδα.
Ένα λογάκι, μιας μικρής υπόσχεσης η σπίθα
λαφρώνει το πλεούμενο που αλλιώτικα θα εβύθα…
Για όλους πλην για μένανε. Κλειστοί για μένα είναι
οι δρόμοι όλοι. Ανοιχτός μονάχα μ' απομένει
και ολορθάνοιχτος, αυτός του οριστικού χαμού μου-
χαμού κορμιού που ακολουθά εκείνονε του νου μου.
Η καθ' ελπίδα είναι για με ολότελα σβυσμένη'
κάθε χαρά ερωτική πριν γεννηθεί πεθαίνει.
Και τι ελπίδα, τι χαρά μπορώ να περιμένω
αφού η αγάπη μου γι αυτήν της είναι κάτι ξένο…
αφού δεν ξέρει τίποτα-και πώς μπορεί να ξέρει
αφού της είναι αφάνταστο πως αγαπούν κι οι γέροι..
Αφού τα δίχτυα αν μέριαζα για μια στιγμή του τρόμου
και αν Της εφανέρωνα μια μέρα τον καημό μου,
ξέρω, το γέλιο θα 'ρχιζε και δε θα σταματούσε
παρά μονάχα επειδή απ΄το γέλιο θα πονούσε.
Ναι! Είμαι γέρος! Και λοιπόν; Τι κι αν παλιά η βάρκα
σαν ταξιδεύει μέσα της μια μεθυσμένη σάρκα;
Τι κι αν τοιχώματα σκληρά φτιάχνουνε την κυψέλη
αφού πλαντάζει μέσα της η γλύκα από το μέλι;
Τι κι αν μεγάλο το δεντρί αφού κλωνάρια απλώνει
χλωρά, κάθε που Άνοιξη την ξέρα του ζυγώνει;
Και το κρασί γλυκύτερο γίνεται όσο παλιώνει.
Κι αν πάγοι σκέπουνε τη γη, ολάκερη πυρώνει.
Ίδια σοφία το παλιό βιβλίο εντός του κλείνει,
ίδια τη μάθηση σκορπά, ίδια τη γνώση δίνει.
Κι έχει ο γερο-πλάτανος μυριάριθμα κλαδάκια
όπου απαλότερ' από δυο χαϊδεύουνε χεράκια.
Πολύ καλά συ Έρωτα ξέρεις γιατί μιλάω
όσο καλά ξέρω κι εγώ πως άπαυτα πονάω.
Μάρτυρες άλλους δε ζητώ σ' αυτήν τη συφορά μου'
δω έχουμε να κάνουμε 'γω, συ και η Κυρά μου.
Εσύ όπου με λάβωσες, Αυτή που με σκοτώνει
και γω που η πληγίτσα Της τώρα με ξεματώνει'
γιατί καιρός μ' απόμεινε λίγος για πόνο ακόμα'
'τι θα δεχτεί τον πόνο μου το άπονο το χώμα.
Τι να Της ζήταγα λοιπόν; Ούτε αυτή τη χάρη
έχω, ενός όχι Της σκληρού να μ' έκοφταν οι χάροι.
Στέκομαι μόνο αδύναμος, πιασμένος μες στο δίχτυ
που μέσα του η λατρεία 'ης δεμένονε με ρίχτει.
Γέρος. Και με ποια πρόφαση μπορώ να Την αγγίξω;
Πάνω Της ούτε θαυμασμού βλέμμα μπορώ να ρίξω
Στο νου δεν το 'χει' αμήχανα κι αφύσικα θα νιώσει.
Πάλι μπορεί να προσβληθεί κι ίσως και να θυμώσει.
που τέτια μια, γέρος εγώ, έχω τολμήσει τόλμη.
Μπορεί και να το έλεγε στους γύρω Της ακόμη.
Έτσι αδιάφορο πολύ το βλέμμα πρέπει να 'χω
σαν, σπάνια, συναντιόμαστε. Και μια ευκαιρία να ψάχω
θα πρέπει για πολύν καιρό μέχρι να καταφέρω
χωρίς αυτή να με θωρεί-εμένανε, το γέρο-
να Τηνε κλείσω μες σε μιας ματιάς μου την απόχη-
και πάλι γρήγορη ματιά, ρηχή, σαν πρωτοβρόχι.
Και μήπως τάχατε συχνά Τη βλέπω; συ το ξέρεις:
όποτε πλάϊ μου θα 'θελες τυχαία να Τη φέρεις.
Κι ίσως καλλίτερο ειν' αυτό γιατί βαθιά πληγώνει
να μου μιλάει σαν να 'πλεκε, να ράβει η να ζυμώνει.
Γιατί μου είναι αβάσταγο ψυχρά να με κοιτάνε
τα μάτια Εκείνης που 'πρεπε δική μου όλη να 'ναι.
Την τελευταία τη φορά θυμάμαι που Την είδα.
Πριν λίγες μέρες ήτανε. Στο σπίτι Της επήγα.
Μα ποιο το κέρδος; Σ' όποιο πριν να πάω ήμουνα χάλι
στο ίδιο και χειρότερο σαν έφυγα ήμουν πάλι.

(τα φώτα σβήνουν και ανάβουν πάλι σε
λίγο' σπίτι της Εριλή' η Εριλή μισο- ξαπλωμένη στον καναπέ ακούει μοντέρνα τραγούδια από το ραδιόφωνο' είναι ντυμένη
με ακριβά ρούχα' μπαίνει ο Ελβυτέρ ντυμένος φτωχικά και φορώντας αδιάβροχο)

ΕΡΙΛΗ
Γεια σου Ελβυτέρ.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Γεια σου Εριλή.

ΕΡΙΛΗ
Σήμερα λεν θα βρέξει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Ναι. Στις ειδήσεις το είπανε που άκουσα στις έξη.

ΕΡΙΛΗ
Ω! Τη βροχή τηνε μισώ!.με βρέχει..με λασπίζει..

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μ' αν δε θα βρέξει Εριλή το ρόδο δεν ανθίζει.

ΕΡΙΛΗ
Τότε ας βρέξει στους αγρούς. Γιατί κι εδώ στην πόλη;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Και συ τι θα γινόσουνα που εν' άνθος είσαι όλη;

ΕΡΙΛΗ
Α! Ελβυτέρ! Δε λείπουνε απ' το στόμα σου τ' αστεία.
(ζωηρά)
Ξέρεις; Σχολείο αύριο δεν έχουμε-ειν' αργία.
Και θέλω να 'βγω. Κι ο μπαμπάς δε θέλει να μ' αφήσει
Πες του δυο λόγια Ελβυτέρ. Ίσως αυτό τον πείσει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Αν θα μου πεις πού θες να πας, μπορεί να του μιλήσω.

ΕΡΙΛΗ
Θέλω να πάω στην Υλγώ. Για λίγο, δε θ' αργήσω.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Καλά.

ΕΡΙΛΗ
Ωραία!...κάνε μου ακόμα μία χάρη..

ΕΛΒΥΤΕΡ

Ακούω.

ΕΡΙΛΗ
Το βιβλίο μου δώσε μου απ' το συρτάρι.

(Ο Ελβυτέρ σηκώνεται και της το δίνει' η Εριλή ξαπλώνει στον καναπέ και αρχίζει το διάβασμα σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στο δωμάτιο' τα φώτα σβήνουν και σε λίγο ξανανάβουν' δωμάτιο του Ελβυτέρ όπως πριν)

ΕΛΒΥΤΕΡ
Από την άλλη πάλι αν δεν Την ιδώ για μέρες
απ' την ψυχή μου πιο χλωρές είναι οι έρμες ξέρες.
Αυτά τραβώ. Δεν ξέρω τι να πω ή τι να κάνω.
Ξέρω πως ένα μοναχά μου μένει: να πεθάνω.
Ξύπνιος Την έχω στο μυαλό. Κοιμάμαι; στ' όνειρό μου.
Δε θα τη δω μόνο ποτέ ο δόλιος στο πλευρό μου.
Κι όχι μονάχ' αδιαφορεί αλλά κι ακόμα μοιάζει
και σαν πολύ να με μισεί ή σαν να μ' αηδιάζει.
Να…με τον κοριτσίστικον, αθώο Της αέρα
κάθε γιορτή, κάθε χαρά, μα και την κάθε μέρα
που ένας γνωστός στο σπίτι 'ης μετά 'πο μέρες πάει
αυθόρμητα, όταν τον δει Εκείνη, τον φιλάει.
Δεν αξιώθηκα φιλί να πάρω απ' Αυτήνε.
Για μένα κι ένα τέτοιο Της φιλί, όνειρο είναι.
Κι ενώ για μένα έχουν πλαστεί τα δύο Της τα χείλια
τώρα στων άλλων τα φιλιά με κατακαίει η ζήλεια.
Ζήλεια για τι; Ζήλεια για ποιον; Τι έχει να ζηλέψει
αυτός π' ουτ' ένα λόγο Της γλυκόν δεν έχει γέψει;
Κι όμως με λυώνει, με πονά, με καίει, με πεθαίνει
η ζήλεια ως και για τον ψυχρόν αέρα που ανασαίνει.
Γι Αυτήν δε θα 'ταν τίποτα ένα φιλί ακόμα.
Για μένα όμως θα 'τανε το παν. Θεοί! Το στόμα
το λατρευτό θ' ακούμπαγε στο δέρμα μου επάνω..
Όλα μ' αυτό το φίλημα θα μπόρεια να τα κάνω.
Κι αν όχι όλα, μες σ' αυτήν που τώρα είμαι θέση
δε θα 'χα φτάσει-η ίδια μου η ζωή να μη μ' αρέσει.

(μικρή παύση' χαμογελάει πικρά)

Μα είχα με το μέρος μου πάντα τη φαντασία.
Αυτή παρέα μου 'κανε αληθινά εξαισία.
Έζησα τις καλλίτερες στιγμές εγώ κι Εκείνη
(ένα μικρό κομμάτι τους αλήθεια μόνο αν γίνει
θα 'μαι ο ευτυχέστερος απ' τους ανθρώπους όλους)
Τους ωραιότερους μ' Αυτήν παρέα έπαιξα ρόλους.
Εκείνη την αγάπη μου μου έφερνε κοντά μου
και νύχτες έζησα μ' Αυτήν χιλιάδες πρώτες γάμου.
Φορές, ενώ εζούσαμε μια ζήση όπως τώρα
ξάφνου βαρύ θανατικό έπεφτε μες στη χώρα
Τι λέω στη χώρα; σ' όληνε τη γη-κι όλοι πεθαίναν
κι οι μόνοι οι δυο μας ήμασταν πάνω στη γη που μέναν.
Τότε Αυτή όχι χαίρονταν μονάχα, μα ευτυχούσε
το βήμα μου σαν άκουγε κοντά Της που ηχούσε
κι απρόσκλητη τοτ' έρχονταν και μου ζητούσε αγάπη
και με πολυεπρόσεχε πολύτιμο σαν κάτι.
Α! Δεν μπορώ να πω εδώ τα όσα Αυτή για μένα
πράγματα μόνη έκανε γλυκά κι ευτυχισμένα..
Άλλοτε ταξιδεύοντας μ' ένα μεγάλο πλοίο
ύστερ' από ναυάγιο σωζόμασταν οι δύο
πάνω σ' ένα έρημο νησί. Τη μέρα μακριά μου
την πρώτη εκαθότανε. Μα ζύγωνε κοντά μου
όταν η νύχτα έπιανε να πέφτει. Σαν Θεό Της
με είχε και μ' αγάπαγε κάλλιο κι απ' τον εαυτό Της.
Φορές πάλι άλλες γιορτινά η πόρτα μου εχτύπα
(πόσο πολλή στο χτύπημα εκείνο υπήρχε γλύκα!),
την άνοιγα και, ω! θεοί! ήταν στ' αλήθεια Εκείνη
με στριμωγμένα γύρω Της νυμφών, σατύρων σμήνη.
Και κάθονταν. Και όλη Της ξέχυνε την αγάπη
που ως τότε-άραγε γιατί;-κρυφήνε την εκράτει.
Κι έπεφτε μπρος στα πόδια μου στο δάκρυ βουτηγμένη
και να Της πω επρόσμενε ότι συχωρεμένη
ήταν για όσα μ' έκανε μαρτύρια να τραβήξω.
Εγώ κρατιόμουν την τρελλή χαρά μου να μη δείξω.
Μα όταν καταλάβαινα τι αληθινά συμβαίνει
τίποτα πια δεν έκρυβα κι όλα τα μαρτυρούσα
κι απ' την πολλή μου τη χαρά επέθαινα-δε ζούσα..
Α! Το γλυκό Της το κορμί το 'χω γνωρίσει τόσο
που αν γι αυτό κάτι θα πω θαρρώ θα το προδώσω.
Α! Το φιλί Της μ' έκαιγε τόσο πολύ, που φλόγα
θα έσπερνε το στόμα μου τη γλύκα του αν 'μολόγα.
Α! Το φιλί μου το γλυκό Την εδονούσε τόσο
που άλλη φορά ενόμιζε πως δε θα Της το δώσω..
Και στο ζευγάρωμα είχαμε αναισθησία τόση
που αναρωτιόμαστε ύστερα: "έχουμε ζευγαρώσει;"
Και τα κορμιά ως έσμιγαν δε λέγαν να χωρίσουν
σαν να 'θελαν στο ένωμα εκείνο εκεί να σβήσουν.
Μα κάποτε-πότε;-αργά, εζούσαμε και πάλι
με δίχως νεύρο στο κορμί και νου μες στο κεφάλι.-
τοσο άδειοι απ' όλα είμασταν ή τόσο γεμισμένοι
που ήτανε η πεθυμιά τότε για μας σαν ξένη.
Μα όσο κι αν μου φτέρωνε η φαντασιά τις ώρες
με τις πολλές που μου 'δινε της ομορφιάς Της γνώρες
τόσο η ζήση ώρθωνε στο διάβα μου εμπόδια
κι έλιωνε κάθε μου χαρά με τα βαριά της πόδια.
Όλα Της τότε μ' έκαιγαν κι όλα με τυραννούσαν-
όλα Της τότε σ' άβυσσο βαθιά μια με τραβούσαν:
Η απουσία Της. Το φιλί που δε μου είχε δώσει.
Η απονιά Της που σφιχτά με είχε περιζώσει
και που με σπάνια αγκάλιαζε τ' άθλιο κορμί μου ζέση
και μ' έσφιγγε και μου 'σπαζε πλευρά, λαγόνια, μέση.
Άπονη! Αν ήμουνα σκυλί θα είχα την ελπίδα
να με φωτίσει ενός χαδιού γλυκού Της η αχτίδα.
Αν ήμουνα η χτένα Της μία φορά τη μέρα
στη δροσερή Της των μαλλιών θα έμπαινα τη σέρα.
Αν ήμουν η γατούλα Της κι έλειπα για ημέρες
για να με βρει θα έμπαινε σε βάλτους και σε ξέρες.
Κι εμέ, βδομάδες να με δει ενώ έχει, κάποιο "γεια σου"
μου λέει, που στα έρμα μου τ' αυτιά ηχεί σαν "χάσου"
Τα τόσα, που, πολύτιμα Της έχω κάνει δώρα
σε ποια γωνιά να βρίσκονται παραριγμένα τώρα;
Τόσα διαμάντια και χρυσά. τόσα φωτολουσμένα
ποτέ Της δεν τα κοίταξε-τα παραπονεμένα.
Καθόλου τη μαρμάρινη δεν έχουνε καρδιά Της
αγγίξει τα δοσίματα που έχουν τ' όνομά Της.
Όση κι αν φλόγα έβαλα μέσα τους λες εχάθη-
καθόλου από την πύρα τους Εκείνη δε ζεστάθη.

Τέτοια μαρτύρια με κρατάν και τέτοιοι πόνοι μ' έχουν-
τέτοια τα μαύρα δάκρυα στα μάτια μου που τρέχουν.
Και η αιτία ειν' Αυτή που 'χω αποφασίσει
να φτάσω μ' ένα πήδημα στο σκοτεινή μου ζήση.
Τέλος θα βάλω στη ζωή που 'χει μαρτύριο γίνει.
Θα κλείσω αυτό το στόμα μου που όλο φαρμάκια πίνει.
Τα μάτια που όταν Τη θωρούν πονούν και που πονούνε
το ίδιο κι αν δε θα Τη δουν, πια δε θα ξαναδούνε.
Τα χέρια που την ηδονή τη μόνη τους-ν' απλώσουν
επάνω στ' άσπρα στήθη Της-δεν μπόρεσαν να νιώσουν
άσπρα θ' αφήσω κόκκαλα. Μαύρη θα κάνω στάχτη
του' το κορμί που απ' τον κρυφό τον πόνο Της 'ρημάχτη.
Άλλο δε μένει τίποτα. Χωρίς Αυτήν η ζήση
έρμο σκυλί 'ναι κι άμοιρο, που χάρη να ψοφήσει.
Είναι στολίδι άχρηστο και δώρο για κανένα.
Κορμιού είναι νεκροστόλισμα με ρόδα μαραμένα.
Ελπίδα μια να με κρατεί δεν έχω. Δε με δένει
πια τίποτε με τη ζωή που 'ναι απ' Αυτήν χαμένη.
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ άλλο να υποφέρω'
πως ειν' Αυτή στην ίδια γη πάνω με με να ξέρω
αλλά μακριά μου..πώς μπορεί-ο νους πώς να το βάλει-
σε άλλο το κεφάλι Της να γέρνει προσκεφάλι;
πώς τα δυο χείλια Της μπορούν τα ζαχαρογραμμένα
που για τα δυο τα χείλια μου τα 'χει ο θεός πλασμένα
σε άλλους μόνο να μιλούν…σε άλλους να γελούνε
και-λυπηθείτε με θεοί-και άλλους να φιλούνε..
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ-δε φτάνω να τ' αντέξω'
να μην μπορώ μες στ' απαλά μαλλάκια Της να πλέξω,
μόνο αυτά να γίνονται φίδια και να με τρώνε
όταν τα χέρια τ' ακουμπούν ανθρώπων αλλωνώνε'
κι αντίς φιλάκια τρυφερά πάνω τους ν' αποθέτω
καθώς το κεφαλάκι Της θα γέρνει μου στο πέτο-
κι αντίς για ρίγη ηδονικά μύρια να τους χαρίζουν
τα δάχτυλά μου μέσα τους όταν θα λαχταρίζουν,
τώρα μια να 'ναι θάλασσα που στ' άφωτά της βύθη
των άμοιρων ελπίδων μου μαραίνονται τα πλήθη.
Τέτοιο μαρτύριο δεν μπορώ. Εκείνα τα χεράκια
όχι στου πόθου μου να καιν την εκκλησιά κεράκια
μ' αλλού αγκαλιές να δίνουνε και χάδια να σκορπάνε'
χάδια και δώρα κι αγκαλιές που όλα χαμένα πάνε...
Κι αυτά τα στήθη δεν μπορώ τη γλύκα τους να δίνουν
σ' άλλες χαρές. Δεν το μπορώ τη μέθη τους να πίνουν
άλλοι καιροί. Δεν το μπορώ-δεν το μπορώ να μένω
έξω απ' τ' αφροπανήγυρο αυτό το μαγεμένο.
Δεν το μπορώ τα πόδια Της μ' άλλα να σμίξουν πόδια.
Δεν το μπορώ η ροδίτσα μου αλλού να δώσει ρόδια.
Δεν το μπορώ η μέση Της μ' άλλη να σμίξει μέση.
Δεν το μπορώ γι άλλη καρδιά η καρδιά Της να πονέσει.
Δεν το μπορώ το θαμ' αυτό που γίνηκε για μένα
ούτε να το κοιτάζουνε βέβηλα μάτια ξένα.
Δεν το μπορώ η ανάσα Της άλλονε να ζεσταίνει.
Δεν το μπορώ απ' αλλουνού τον πόθο να χλωμαίνει.
Δεν το μπορώ-δεν το μπορώ με τη γλυκιά μιλιά Της
να νανουρίζει άλλες μορφές μέσα στην αγκαλιά Της.
Ας φύγω! Τρις καλλίτερα! Του Άδη ας με ζώσουν
τα σκότη κι οι μεγάλες του φλόγες ας με πυρώσουν'
Πιο σκοτεινά τα μάτια Της. Πιο φλογερό το σώμα.
Πιο πυρωμένη μια πνοή απ' το δικό Της στόμα.
Θα φύγω. Να μην πνίγομαι στον πόνο Της. Θα φύγω.
Κάθε κακό μπροστά σ΄ αυτό που μ' ήβρε, είναι λίγο.
Ας φύγω, πια να μη θωρώ το βελουδένιο στόμα
και για το που το γεύεται να μη ζηλεύω πιόμα.
Να μη την εικονίτσα Της κοιτάζω κάθε τόσο
για να 'βρω δύναμη πιο κει το βήμα μου ν' απλώσω.
Να μη με τη φωνούλα Της ξεσχίζει την ψυχή μου
να μη με το γελάκι Της βραδιάζει την αυγή μου.
Να μη θωρώντας σαν ξυπνώ το μοναχό μου στρώμα
για μοναχήν ελπίδα μου να στρέφομαι στο χώμα.
Να μη το κάθε χτύπημα στην πόρτα μου με σφάζει
να μη κάθε περπάτημα σαν Εκεινής μου μοιάζει.
Να μη της ζήλειας τα φριχτά πλοκάμια με τυλίγουν
να μη τα χάδια τ' άδοτα ολημερίς με πνίγουν.
Να μη όλη μου την ύπαρξη το Άδειο τη γεμίζει
να μη, δίπλα σε Κείνηνε, η μοναξιά ν’ ανθίζει.

Μα όμως κι ένας μυστικός φόβος το νου μου παίρνει:
τη λύτρωση ούτε ο θάνατος μήπως και δεν τη φέρνει.
Μ' ακόμα κι αν στο θάνατο πονούν όσοι αγαπάνε
κάθε άλλος πόνος απ' αυτόν, εδώ, πιο λίγος θα 'ναι.
Κι ακόμα ίσως ο θάνατος κοντά Της να με φέρει.
Πιο σπλαχνικό ίσως εκεινού να 'ναι μπορεί το χέρι.
Ίσως αέρας γίνω εκεί κι η μ' όλα ταιριασμένη
μυτούλα Της μεθυστικά, πρωί,να μ' ανασαίνει.
Ίσως φωνή γινώ αηδονιού και τα χαριτωμένα
τ' αυτάκια Της προσέξουνε τότε λιγάκι εμένα.
Ή πάλι ένα εσώρουχο σφιχτούλια κολλημένο
σε ό,τι, τώρα απρόσιτο, με κάνει και πεθαίνω.
Ίσως σταυρός χρυσός γινώ με τέχνη σκαλιγμένος
και-γιατί όχι-να βρεθώ ανάμεσα σφιγμένος
στα δύο απερίγραπτα του στήθους Της λοφάκια
κι όλα μου μες στη γλύκα τους να σβήσουν τα φαρμάκια.
Ίσως αχτίδα φεγγαριού κι απ' το παράθυρό Της
να χαδοπεριπλέκωμαι στον όλασπρο λαιμό Της.
Ίσως και όνειρο γλυκό του ύπνου Της να γίνω
κι όταν κοιμάται όλες Της τις ομορφιές να πίνω.
Και πάλι ίσως μια αίστηση απ' τις γλυκές εκείνες
που μόνο στις νυχτέρινες ανθούν του πόθου κλίνες
και κάθε νύχτα μες στ' αβρό, καυτό, γλυκό Της βάζο
τις στάλες της ανείπωτης λατρείας μου να σταλάζω.
Ναι! Ίσως να 'βρω το φιλί στου θάνατου τα μέρη.
Δικό μου ίσως γίνει εκεί το λατρεμένο ταίρι.
Μπορεί. Μα ό,τι να σκεφτώ, ό,τι κι αν πω ή κάνω,
προτού απ' όλα ένα-αυτό!- μου μένει: να πεθάνω.

Έρωτα παντοδύναμε, θεέ, όλων Πατέρα,
καλή γιατί δεν έδωσες να δω κι εγώ μια μέρα;
Πάνω στη γη επέταξες τ' αθώα πλάσματά σου
και τ' άφησες να καίγονται στην άλυπη φωτιά σου.
Βαθιά βαθιά επότισες με πόθο το κορμί τους
κι απλήρωτη κι αδίκιωτη άφησες την ορμή τους.
Με του γυναίκειου του κορμιού την πεθυμιά ποτίζεις
τις ίνες του αδύναμου κορμιού που συ ορίζεις
και τους θωρείς να σπαρταρούν γυρεύοντας αγάπη
κι αχνογελάς σαδιστικά στων ουρανών τα μάκρη.
Βρωμοθεέ αναίσχυντε μας πέταξες στα σκότη
αφού έχεις βάλει μέσα μας το φως σκέψη μας πρώτη.
Μπροστά μας δρόμο διάπλατον και φωτεινόν απλώνεις
αλλά με άλυσες βαριές τα πόδια μας διπλώνεις.
Δέντρο μπροστά μας. Οι καρποί τις κλάρες του τις σπάνουν'
και διασκεδάζεις που τα δυο τα χέρια μας δε φτάνουν.
Δε σ' άρεσε που ήμασταν άπονα ύλης μόρια
μακριά 'πο κάθε πεθυμιά και κάθε ανημπόρια-
η βρωμερή σου η βούληση θέλησε να μας έχει
μέσα στον πόνο και πικρό το δάκρυ μας να τρέχει.
Μάτια και στήθη, στόματα, χέρια και ποδαράκια
γοφοί, γλουτοί, τσακίσματα, φωνούλες και γελάκια
περνοδιαβαίνουν δίπλα μας σε ατέλειωτη πορεία.
Και βλέπουνε τα μάτια μας με πόθο και λατρεία
κι ακούν τ' αυτιά κι οσμίζεται η μύτη τις οσμές τους
που ερωτικά σπιθοβολούν οι ερωτικές ορμές τους,
και μας, μας έχεις κραταιέ σ' ένα κλουβί κλεισμένους
σε όλα τούτα αμέτοχους και άχαρους και ξένους.
Όπως παιδί που τα φτερά τα δυο της μύγας κόβει
και το κορμί της ύστερα κεντά με το βελόνι
κι εκείνη στέκει ανήμπορη στον τρόμο βουτηγμένη
τέτοια μια μοίρα και για μας συ έχεις φυλαγμένη.

Ω! Συ θεέ μικρόπρεπε! Πάγκακε! Παμμισώντα!
Έτσι γιατί μας έπλασες δυστυχισμένα όντα;
Αφέντη των αστερισμών και των συμπάντων πλάστη
το πωρωμένο σου μυαλό τι πήγε κι εφαντάστη!
Από μιας σφαίρας άφωτης το κρύο και μαύρο χώμα
όντα να πλάσεις που ζητούν, που θέλουν, που ποθούνε
να σμίξουν μ' ό,τι όμορφο στο διάβα τους θα δούνε
αλλά την κάθε απόλαυση να διώχνεις μακριά τους
κι ακόρεστη και άσβεστη να 'χει την πεθυμιά τους..
Ω! Τι τελειότητα θεέ το νου σου διακρίνει!
Τι άφατη αγαθότητα που η ύπαρξή σου κλείνει
και τι σοφία να ξόδεψες και πόσον τάχα χρόνο
τη θλίψη από το τίποτα να φτιάξεις και τον πόνο!..
Έρωτα, βρώμικε θεέ, αδιάντροπε, αχρείε,
τ' ανέραστά μας τα κορμιά σπάραζε, κέντα, σείε.
Αφού το θέλεις τα σφυριά χώριζε απ' τ' αμόνια
μα έχεις να πάρεις από με μονάχα καταφρόνια.
Κράτα μακριά 'πο τη φωτιά το δροσερό νεράκι'
στέλνε να μας σπαράζουνε του μίσους σου οι δράκοι
και να 'ρχεται κάτι καλό σα δεις, διώχτο και κείνο
μα καταπρόσωπο εγώ θεέ φριχτέ σε φτύνω.
Εγώ ο μικρός, το πλάσμα σου, εγώ, δε θα σ' ανάψω
λιβάνια και στα μέρη σου κεριά δε θα σου κάψω.
Του 'το μυαλό που μου 'δωσες για να γελάς μαζί μου
μπορεί και σκέφτεται. Σωστά-παιδεύεις το κορμί μου
μα το μυαλό που μου 'δωσες θεέ δεν σε πιστεύει
και όπως το κοροϊδεψες, τώρα σε κοροϊδεύει.
Ένα μες στα πειθήνια τα όντα σου τα τόσα
κοίτα-σου βγάζει θαρρετά την ταπεινή του γλώσσα.
Πάρεξ αυτό που μου 'καμες τι θα μου κάμεις άλλο…
τίποτ' από το βάσανο ετούτο πιο μεγάλο-
σαν ψάρι μισοθάνατο να σπαρταρώ στο δίχτυ
κι ενώ σαν ήλιος λάμπω εγώ, γύρω μου μεσονύχτι.
Πάρε μακριά την Εριλή. Μη στέρξεις μ' ένα βλέμμα
να μ' ανταριάσει πια ποτέ το κόκκινό μου αίμα.
Διώχτηνε. Χάλασέ Τηνε. Φάτην. Χαντάκωσέ Την.
Μέσα σε κάστρο άφταστο για μένα κλείδωσέ Την'
μα ξέρε: από σήμερα πάνω στη γην ετούτη
κάποιος της θεοσύνης σου ποδοπατεί τα πλούτη.
και μια σημαία μ' έμβλημα δικό του τώρα στήνει:
μάθε πως από σήμερα θεός Αυτή εγίνει.
Και η σημαία "ΕΡΙΛΗ" γράφει-ετούτο μόνο
κι ειν' υφασμένη απ' της πικρής αγάπης Της τον πόνο.
Κι αυτήν κρατώντας τώρα, να! μονάχος μου διαλέγω
κι από τη ζήση μου αυτή μονάχος μου να! φεύγω.
Ποτήρι μου, χωμάτινο είδωλο του έρωτά μου
φαρμακωμένο σαν κι αυτό στέκεις και συ κοντά μου.
Αγνό, μικρούλι, διάφανο του πόνου μου αηδόνι
μη μια κρυστάλλινη Εριλή και σένα σε σκοτώνει;
Και συ φαρμάκι μου πικρό έλα μαζί να πάμε
στα μέρη απ' όπου πια ποτέ στη ζήση δε γυρνάμε.-
γιατί γραμμένο είναι και συ μαζί με με να σβήσεις
αφού στου Άδη τα κρυφά παλάτια μ' οδηγήσεις.
Έλα, βαρκούλα μου αλαφριά να γίνεις και πανί μου'
εμπρός αδέρφι μου ακριβό που μοιάζεις στην ψυχή μου
να ξανοιχτούμε στ' άφωτα του θάνατου πελάγη
απ' της ζωής ελεύθεροι τη μισητήν αρπάγη.
Μετά 'πο Κείνη, μόνο συ, φαρμάκι, θα βυθίσεις
μέσα μου κι έτσι ως βαθιά όλον θα με ποτίσεις.
Κι αφού για το ταξίδι εκεί όλα τα ετοιμάσεις
σαν οδηγός έλα καλός το χέρι να μου πιάσεις
να πάμε αντάμα, πρώτο μου κι ύστατο εσύ συντρόφι
στον τόπο που μοιράζονται τα όνειρα κι οι ζόφοι.
Κι αφού σκοτώνοντάς με συ κι εγώ θα σε σκοτώσω
έναν ωραίο θάνατο τουλάχιστο ας σου δώσω.
Ας δούμε...να βυθίσουμε στις λίμνες των ματιών Της;
Στον όλασπρο να λιώσουμε τον μύλο των δοντιών Της;
Στα ροδαλά του λάρυγγά Της βάθη να χυθούμε;
Κάτω απ' το ποδαράκι Της το αβρό να πατηθούμε;
Να γκρεμιστούμε απ' την ορθή του στήθους Της τη ρόγα;
Στου ηφαιστείου Της τ΄ανοιχτού να πέσουμε τη φλόγα;
Και ποια να έχουμε άραγε για ύστατή μας σκέψη
το παγωμένο δρέπανο πριν άσκεφτους μας δρέψει;
Ο λογισμός μας να γυρνά στο στόμα Της; Στο στήθος;
Α! Ιδεών μου εσεις καυτών το ατελείωτο πλήθος!
Α! Σ' ενα τέτι' ολόγλυκον χαμό σσν το χαμό μου
θαρρώ πως όλα σας μαζί θα 'σαστε στο πλευρό μου.
Νάτο το τελευταίο μου εδώ λοιπόν φαρμάκι!
Το πίνω στην υγεία σου γλυκό μου κοριτσάκι
Κι αφού και τώρα ως πάντοτε δε βρίσκεσαι κοντά μου
ας σφίξω την εικόνα σου μέσα στην αγκαλιά μου.

(με το δεξί του χέρι παίρνει τη
φωτογραφία της Εριλή και τη σφίγγει
πάνω στο στήθος του, ενώ με το
αριστερό υψώνει το ποτήρι και το
πλησιάζει στα χείλια του' ξαφνικά
ακούγονται δυνατοί χτύποι στην πόρτα
και ταυτόχρονα η απελπισμένη φωνή του Μωηά)


ΜΩΗΑ
(απ' έξω)
Παρακαλώ! Ανοίξτε μου! Με κυνηγούν...ανοίχτε!..

ΕΛΒΥΤΕΡ
(ξαφνιασμένος)
Ποιος είναι;

ΜΩΗΑ Σας παρακαλώ..με σώζετε..ανοίξτε!..

ΕΛΒΥΤΕΡ
(ανοίγει την πόρτα' ορμάει μέσα ο Μωηά που κλείνει την πόρτα)
Κάθησε-ποιος σε κυνηγά;

ΜΩΗΑ
Οι μπάτσοι. Απόψε βράδυ
μαχαιρωμένον βρήκανε κάποιον μες στο σκοτάδι'
κάποιος τους είπε πως εγώ ήμουν σ' αυτό μπλεγμένος.
και βρέθηκα απ' το τίποτα να 'μαι κυνηγημένος.
Ματοβαμμένο να κρατώ με είδε λέει μαχαίρι
δίπλα στο πτώμα του αντρός που άλλου κάποιου χέρι
πριν λίγο εμαχαίρωσε. Τυχαία εγώ περνούσα
κι ενώ ακόμα ζωντανός μην ήταν εκοιτούσα
οι μπάτσοι ανεξέταστα με πήρανε ξοπίσω.
Αθώος πώς θα γίνονταν πως είμαι να τους πείσω;
Έτρεξα. Μ' έχασαν. Θα 'ρθουν όμως κι εδώ σε λίγο.

(ακούγεται η σειρήνα αστυνομικού αυτοκινήτου)

Να! Όπου να 'ναι φτάνουνε! Μη φίλε με προδώσεις.
Αθώος είμαι .Σώσε με και δε θα μετανιώσεις.

(δυνατοί χτύποι στην πόρτα και άγρια φωνή αστυνομικού απ' έξω)

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Αστυνομία! Ανοίχτε μας!

ΕΛΒΥΤΕΡ
Αμέσως!


(οδηγεί τον Μωηά σε μια καταπακτή του
δωματίου που οδηγεί στο υπόγειο και ανοίγει την πόρτα' οι
αστυνομικοί μπαίνουν ορμητικά, ψάχνουν
όλο το σπίτι και βγαίνουν βαριά και
θυελλώδικα όπως μπήκαν' ο Ελβυτέρ
ανοίγει την καταπακτή και βοηθάει
τον Μωηά να βγει από μέσα)

Έλα-φύγαν.

ΜΩΗΑ
Ελπίζω στον αγύριστο για τα καλά να πήγαν.
Σ' ευχαριστώ για το καλό που μου 'κανες. Σε λίγο
αυτοί σα βρίσκονται μακριά, τότε κι εγώ θα φύγω.
…Μα, πες μου, την επίστεψες την ιστορία που σου 'πα;


ΕΛΒΥΤΕΡ
Ναι. Όμως κι αν αμφέβαλα πάλι θα σε βοηθούσα.
Πάντοτε τον αδύνατο βοηθώ σαν αμφιβάλλω.

ΜΩΗΑ

Αυτή 'μικρή συνήθεια σου δείχνει μυαλό μεγάλο.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μικρό-μεγάλο αδιάφορο. Η απόφαση που πήρα
να 'ναι η τελευταία μου έχει γραφτό μου η μοίρα.

ΑΩΈΑ
Οι πεθαμένοι μοναχά δεν παίρνουν αποφάσεις.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τη σκέψη μου κατάφερες γρήγορα να διαβάσεις.

ΜΩΗΑ
Δύο θανάτους σήμερα να δω είναι γραμμένο;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πες πως τους είδες. Μέτρα με κι εμένα πεθαμένο.

ΜΩΗΑ
Ζωή εμένα μού 'δωσες, θάνατο εσύ θα λάβεις;
Πες μου τουλάχιστο γιατί.


ΕΛΒΥΤΕΡ
Δε θα με καταλάβεις.

ΜΩΗΑ
Από το δρόμο του χαμού εσύ μ' έφερες πίσω.
Πες μου τι σου 'τρεξε-μπορεί κι εγώ να σε βοηθήσω.
Τι σ' έχει την απόφαση κάνει αυτή να πάρεις;
Άραγε μέσα στη ζωή όλα εσύ τα εχάρεις;
Δε μένει άλλο τίποτα να δεις-να κάνεις-πες μου-
άλλοτε τέτοιο κάτι τι δε μου 'τυχε ποτές μου

ΕΛΒΥΤΕΡ
Να με βοηθήσεις ναι, μπορείς, βοηθώντας να πεθάνω
μα μη γυρεύεις να σου πω γιατί αυτό το κάνω
Είσαι μικρός. Και να στο πω, πάλι δε θα με νιώσεις
κι έτσι μια πίκρα στη ζωή ακόμα θα μου δώσεις.

ΜΩΗΑ
Είμαι από σε μικρότερος, αλλ' άκου τη ζωή μου'
Σαν νύχτα ολοσκότεινη πέρασε το πρωί μου.
Κάποιοι στη γη με σπείρανε που ποιοι είναι δεν τους ξέρω.
Κι ούτε με ξέρουνε-αλλά γι αυτό δεν υποφέρω.
Τα πρώτα χρόνια τα 'ζησα σε ορφανοτροφείο
μα όταν έγινα οχτώ το 'σκασα-είπα αντίο
σε μια ζωή που εύκολη πες πως ήτανε για μένα
μα που ένιωθα πως πήγαινε κει μέσα στα χαμένα.
Την πρώτη που 'πιασα δουλειά θυμάμαι:σ' ένα σπίτι
από αυτά που δέχονται τις νύχτες κάθε αλήτη'
Μπορείς αν θέλεις να το πεις μοτέλ ή πανδοχείο.
Σ' αυτή χωμένος τη δουλειά έμεινα χρόνια δύο.
Αξέχαστη μια γνώρισα εκεί της ζήσης όψη.
Άστραφτε μαχαιριών εκεί συχνά πυκνά η κόψη.
Παρανομίες, μαλώματα και βρώμικα μεθύσια
στην παιδική μου την ψυχή μπήκανε μέσα κι ίσια.
Για λίγα χρόνια εβρέθηκα μετά σε μια ταβέρνα.
Μέσα στα κρασοπιόματα, στα φέρε και στα κέρνα
έμεινα ως τα δεκάξι μου. Με πιάσανε να κλέβω
και σ' ένα πλοίο βρέθηκα μέσα να ταξιδεύω.
Εκεί έμαθα τις πιότερες απ' όλες μου ιστορίες
και να μην έχω έμαθα για τίποτα απορίες.
Πολλά μου έμαθε η ζωή' αλλά της έχω μάθει
κι εγώ άλλα τόσα. Στα θολά και τ' άγριά της βάθη
πολλές φορές εβρέθηκα' κι αυτή 'ταν η αιτία
για την που κάποτε άρχισα με μπάτσους ιστορία.
Μα πάντοτε τους ξέφευγα. Δώδεκα είχα μείνει
χρόνια στη θάλασσα-μετά, έφυγα κι από κείνη
κι είναι καιρός που 'χω βρεθεί τώρα εδώ τριγύρω
χωρίς ακόμα να 'χω βρει κονάκι για να γείρω.
Ένα χαμένο πες κορμί που διόλου δεν αξίζει
για τίποτα-που άσκοπα στον κόσμο τριγυρίζει.

(συλλογισμένος, σαν να μιλάει στον εαυτό του)

Μπορεί ναν' έτσι. Όμως καθώς πολλές φορές συμβαίνει,
και των ανθρώπων τη ζωή κάτι την ομορφαίνει,
και τη δικη μου τη ζωή την έχει ομορφήνει
ένα ταλέντο που αξία και νόημα της δίνει-
ταλέντο που καλλίτερα ποτέ να μη δινόνταν
ποτέ στον κόσμο αυτόν εδώ πάνω να μη φαινόνταν.
Να! Φτιάχνω με τα έργα μου ωραία έργα τέχνης:
πύργο ένα μεγαλόπρεπον, μιαν εκκλησούλα αίφνης…
από το τίποτα' μπορώ με λίγη λάσπη μόνο
κάστρο να φτιάξω έμορφο κι αχάλαστο απ' το χρόνο.
Με ξύλα που ’ναι άχρηστα, στην άκρη πεταμένα
φτιάχνω πανέμορφο σκαρί με τα πανιά ανοιγμένα.
Όμως-και πρόσεξε, όλη εδώ βρίσκεται η δυστυχία-
τα δυο-κι η ικανότητα κι η δεξιοτεχνία-
μ' αφήνουν όταν βρίσκεται το έργο μου στη μέση.
Ας έχω ακμαία μέσα μου τη θέληση, τη ζέση
ν' αποτελειώσω ό,τι άρχισα. Τα χέρια μου αρνούνται
να υπακούσουν στο μυαλό και σ' άλλο έργο ωθούνται.
Κι ο πύργος μένει ο μισός, μισό και το καράβι.
Τ' άλλα μισά το αγέννητο στα βάθη του τα θάβει.
Έτσι όλα μου ατέλειωτα μένουν' κι όσοι θαυμάζουν
μετά, το έργο βλέποντας μισό, οι ίδιοι σαρκάζουν.
Ατέλειωτα τα σπίτια μου, οι επαύλεις μου, οι τόποι-
μισά τα έργα όλα μου: ζώα, φυτά κι ανθρώποι...
Να 'ξερες λύπη την καρδιά που μου τρυπά να βλέπω
άχρηστο αυτό που μ' άσβυστη φροντίδ' ακόμη σκέπω..
Και είναι τόση μου η χαρά κι η απόλαψη που νιώθω
με τον δικό μου τ' άψυχα να εμψυχώνω πόθο-
τόσ ' η ηδονή που ξεχειλάει μες στης ψυχής τα βάθη
όταν από το τίποτα κάτι το χέρι πλάθει
που, μεθυσμένος λες εγώ από νέκταρ περπατάω
ή σαν να μου εφύτρωσαν φτερά και λες πετάω.
Μα όταν τα έργα μου θωρώ τα μισοτελειωμένα
για το μισό το άλλο του να λιώνει το καθένα
τέχνη και τάλαντο μισώ και πια φτερά δεν έχω
και μακριά 'π' τα έργα μου με πόδια τώρα τρέχω.
Αυτό 'ναι το ταλέντο μου,αυτή 'ναι η χαρά μου,
αυτή 'ν' η πιο μεγάλη μου κι η πιο πικρή σκλαβιά μου.

(στον Μωηά)

Με λίγα μόνο άκουσες ποιος είμαι' κι ηλικία
μικρότερη από σένανε αν έχω, τα σχολεία
που μέσα τους εθήτεψα, μ' έχουνε μάθει όσα
φτάνουν να νιώσω ό,τι μου πεις κι ακόμα κι άλλα τόσα.
Φορές θαρρώ πως έζησα πριν η ζωή αρχίσει
κι ότι θα ζω ακόμα κι αν κάθε ζωή θα σβήσει.
Αν θες λοιπόν τη μαύρηνε άνοιξε την καρδιά σου
και σαν σε σε να τα 'λεγες πες μου τα βάσανά σου.

ΕΛΒΥΤΕΡ

(αποφασιστικά, πεισμένος από τα λόγια του Μωηά)

Με μια κοπέλα είμαι βαθιά πολύ ερωτευμένος
και κείνη ούτε να με δει-γι αυτήν είμαι σαν ξένος.
Νέα και πλούσια κι όμορφη-φτωχός, άσχημος, γέρος,
τέτοιο πώς ένα πάντρεμα να στέρξει και ο Έρως..
Ποτέ ζητώντας στη ζωή χέρι δεν έχω απλώσει'
ετούτο της εζήτησα μονάχα να μου δώσει.
Μου το αρνείται' τι μπορώ άλλο να κάνω πάρα
να σβήσω μες στο θάνατο ετούτη τη λαχτάρα;

ΜΩΗΑ
Και ειν' αδύνατο κανείς να σου αλλάξει γνώμη;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πόσα θα πρέπει να σου πω για να ‘νοιωθες ακόμη
ότι δεν ειν’ η γνώμη μοηυ αυτή παρά η κλήρα
που απ' τα ψηλά τα στέκια της μου όρισεν η μοίρα;
Μη σου ’χουν πάρει τα μυαλά και σένα οι μωρίες
για βούληση ελεύθερη και τέτοιες φλυαρίες;
Φίλε μου, είναι από τα πριν όλα καθορισμένα-
πριν γεννηθεί ο άνθρωπος όλα του γεννημένα.
Κι αν με του νου το φάντασμα λιγάκι ξεγελιέται
ο άνθρωπος δε γίνεται φίλε μου, μα γεννιέται.
Καθένας με το πάθος του στη γη επάνω φτάνει
και τη ζωή του ολάκερη μαζί με κείνο φκιάνει.
Με κείνο κλαίει και γελά, παίζει και κοροϊδεύει,
εκείνο ,ξέροντάς το ή μη, πάντοτε τον παιδεύει.
Για κείνο εγεννήθηκε. Για κείνο και πεθαίνει.
Αυτό για να υπηρετεί πάνω στη γη ανεβαίνει.
Σαν το στρατό του ο στρατηγός κι οι άνθρωποι τα πάθη
έτσι μαζί τους κουβαλούν. Κι ο πόλεμος που 'χάθη
μαζί τους δυο σε βάραθρο βαθύ τους σφεντονίζει.
Τώρα ο πόλεμος αυτός και μέναν αφανίζει
αφού το πάθος μου η καρδιά που έκρυβε βαθιά της
Αυτή το ποδοπάτησε με τ' άσπρα πέλματά Της.
Λοιπόν τι γνώμη ν' άλλαζα που ότι λέω και κάνω
χτισμένο στο μικρούλι Της κορμί το 'χω επάνω…
Αλλάζει γνώμη η θύελλα; Αλλάζει η καταιγίδα;
Αλλάζει ο λύκος κι αν πιαστεί σ' ατσάλινη παγίδα;

ΜΩΗΑ
Σ' ένιωσα. 'Ομως άκουσε-δεν ειν' αυτό το τέλος.
Το τελευταίο στη μάχη σου δεν το 'ριξες το βέλος.
Ακόμη δεν εκόπηκε του βίου σου το νήμα.
Όλα για πάντα χάνονται όταν θα μπεις στο μνήμα.
Μα είσ' ακόμα ζωντανός. Κι εγώ είμαι κοντά σου.
Και ζωντανά εγώ μπορώ να κάνω τα όνειρά σου.
Τη χάρη που μου έκανες για να σου ξεπληρώσω
την κόρη που ερωτεύτηκες εγώ θα σου τη δώσω.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Άνθρωπε, που δεν ξέρω ποιο, ακόμα τ' όνομά σου,
συνέφερε. Τι έπαθες; Έλα στα συγκαλά σου.

ΜΩΗΑ
Είμαι καλά. Πολύ καλά. Και τι σου λέω ξέρω.
Να σε βοηθήσω εγώ μπορώ.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Εμένα; Ένα γέρο;

ΜΩΗΑ
Ναι. Ειμ' εδώ για σένανε. Kαι σου το λέω πάλι
θα σε λυτρώσω απ' αυτήν που σε κρατεί τη ζάλη.
Ζωή μου έδωσες. Κανείς δε σκέφτονταν για μένα
σαν ό,τι ως τώρα έκανα να πήγε στα χαμένα.
Οι άνθρωποι με κυνηγούν-το 'δες-να μ' αφανίσουν.
Θέλουν από τον κόσμο τους αυτόν να μ' εξορίσουν.
Μ' έσωσες απ' τα νύχια τους χωρίς καν να διστάσεις
χωρίς ποιος είμαι κι από πού πρώτα να εξετάσεις.
Μέσα σ' αυτό σου το υγρό κι άφωτο καταφύγιο
μ' έκρυψες-με προστάτεψες-και βλέπω ακόμα ήλιο.
Α! δε θ' αφήσω απλήρωτη μια τέτoια ευεργεσία.
Με όση δύναμη κρατώ και μ' όποια κι αν θυσία
ό,τι πολύ επόθησες δικό σου θα το έχεις
και πια με λύπης δάκρυα το μάτι δε θα βρέχεις
αλλά με δάκρυα χαράς όταν θα δεις ν' αφήνει
μέσα στο χέρι σου τα δυο τα χέρια της εκείνη.

(επιτιμητικά)
Αγάπησες για πρώτηνε και τελευταία φορά σου
κι αφήνεις την αγάπη σου να στέκει μακριά σου;
Κακόμοιρε! Της το 'χεις πει;


ΕΛΒΥΤΕΡ
Πώς θα μπορούσα; Όχι.

ΜΩΗΑ
Ξέρω. Φοβάσαι μι άρνηση πως θα σου καταστρέψει
όσα τον κόπο μιας ζωής η ελπίδα έχει στέψει.
Φόβος! Φοβάσαι μη χαθεί ό,τι καλό έχεις φκιάσει.
Φοβάσαι μή το αιώνιο το σκότος τα σκεπάσει.
Φοβάσαι. Φόβος σε κρατεί μη την ευδαιμονία
μιας άρνησής της η τυφλή θα χάλαγε μανία.


ΕΛΒΥΤΕΡ

Ναι. Τ' όχι Της το βέβαιο στην τέτοια πρότασή μου
καλά το είπες, θα 'τανε για με η καταστροφή μου.
Και αν ακόμα στέκω ορθός είναι γιατί στο βάθος
του νου μου υπάρχει ελπίδα μια πως ίσως κάνω λάθος
και ότι ναι θα μου 'λεγε σε ό,τι Της ζητούσα.

(στρέφεται στον Μωηά' ταραγμένος)

Πουθ' ήρθες; Και ποιος σ' έστειλε; Μου έφτανε και ζούσα
η σκέψη αυτή. Ποιος εισ' εσύ που ήρθες να μου δώσεις
το θάνατο-πριν σκοτωθώ εσύ να με σκοτώσεις;
Άσε με' ακόμα είναι καιρός. Φύγε προτού μπορέσουν
με αλυσίδες άσπαστες όσα είπες να με δέσουν.
Φύγε προτού των ύστατων στιγμών μου το μαρτύριο
προίκα των λόγων σου αυτών να πάρει το μαστίγιο.
Φύγε. Ο λόγος δύναμη έχει πολύ μεγάλη
και να ξεράνει το δεντρί μπορεί που ακόμα θάλλει.
Φύγε πριν άλλο ένα χαμό με λόγια μου υφάνεις
Φύγε προτού τον θάνατο σαν τη ζωή τον κάνεις.
Ήτανε όλα όμορφα κι εσύ μου τ' ασχημαίνεις
Τι στέκεσαι και με θωρείς κι εδώ ακόμα μένεις;

(Ο Μωηά αακούει χωρίς ν' αντιδρά' ο Ελβυτέρ συνεχίζει με χαμηλή τώρα φωνή)

Αλλ' αν δε μ' αγαπήσει Αυτή διπλά είμαι χαμένος.
Και μπρος και πίσω κόλαση. Έτσι κι αλλιώς χαμένος...

ΜΩΗΑ
Γι αυτό ειμ' εδώ. Εκλείστηκες μες σ' έν δωματιάκι

και, γέρος άνθρωπος εσύ, σκέφτεσαι σαν παιδάκι.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Και σαν παιδί θα σκέφτομαι όσω' χρονών και να 'μαι.
Παιδιά ειν' όσοι άνθρωποι άνθρωποι θέλουν να 'ναι.

(απελπισμένα)

Παιδί σε όλα μου εκτός μονάχα από το χρόνο.

ΜΩΗΑ
Και τ' ειν' ο χρόνος; Πώς μετρά; Πες μου ετούτο μόνο.
Μετράει, ναι, στην αγορά, στον τρύγο, στο λιοστάσι'
μα στης αγάπης πώς μετρά ο χρόνος το γιορτάσι;
Άσχημο, νέο, γέρικο, δροσάτο ή ροζιασμένο
σ' αγάπη μένει το κορμί πάντα παραδομένο.
Μα 'ναι μικρός ο κόσμος μας και μέσα του η αγάπη
από μικρά σκεπάζεται και τιποτένια πάθη.
Όποιος αυτό θε να το δει,όποιος αυτό το νιώσει
κάθε στιγμή της ζήσης του σε κείνην θ' αφιερώσει.
Η αγάπη φίλε δεν ξοφλά ούτε σε χίλια χρόνια.
Το πιο δροσάτο άνθος της είναι που μένει αιώνια.
Όταν η φλόγα στην ψυχή μία φορά θ' ανάψει
όλης της γης τα γηρατειά μπορεί αυτή να κάψει.
Και μεσ' από τη στάχτη της ξαναγεννάει νιάτα-
όμορφα νιάτα, ροδαλά, στίλβοντα και φλογάτα.
Και στην ακράτητην ορμή που αυτά εντός τους κλειούνε
όλων των νιάτων οι ορμές πλαντούν και ξεχειλούνε.
Γέροι και νέοι φρύγανα στου πόθου το καμίνι.
που η φλόγα του μιας κι άναψε ποτέ της πια δε σβύνει'
και η αγάπη ίδια και νιους και γέρους τους μετράει.
Το λέω εγώ' και μα τον ήλιο αυτόν που μας φωτάει
όπως το λέω ειν' εγώ. Και θα το εννοήσεις
στην αγκαλιά σου τη μικρή εκείνη όταν κλείσεις.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πώς το μπορείς; Ο Έρωτας μονάχα μ' ένα βέλος
στα βάσανά μου θα 'δινε αν ήθελ' ένα τέλος
που στην καρδιά της Εριλή θα 'στελνε φλογισμένο
και μ' όλα της αγάπης μου τα δώρα στολισμένο.
Μόνο αν καίγονταν κι Αυτή σ' ίδια φωτιά με μένα-
μόνο αν Την έκοφταν κι Αυτήν μαχαίρια πυρωμένα
τότε θα μπόρειε να 'νιωθε και τον δικό μου πόνο
και τότε θα εμάθαινε πόσο για κείνην λιώνω.
Και συ, ένας αδύναμος, ένας κυνηγημένος,
πώς το μπορείς-της μοίρας συ πώς θ' άλλαζες το μένος;

ΜΩΗΑ
Φίλε μου, ψόφιο ένα σκυλί κανένας δεν κλωτσάει.
Αδύναμον κανένανε κανείς δεν κυνηγάει.
Όταν για να με ψάχνουνε τους κόπους δε λυπούνται
θα πει μ' υπολογίζουνε-θα πει πως με φοβούνται.
Και τώρα δα μου έβαλες μια σκέψη στο μυαλό μου
που και σε σένανε καλό θα κάνει,και δικό μου.
Πρωτύτερα εμίλησες για φλόγες και για βέλη
κι είπες ο Έρωτας μπορεί, αρκεί και να το θέλει.
Λοιπόν και θέλει και μπορεί. Φλόγες λοιπόν θ' ανάψει
κι ό,τι εμπόδιο στέκεται στα σχέδια του θα κάψει.
Και με μαχαίρι ένα αντίς για βέλος θα χτυπήσει.
που ανεξίτηλα κι αυτό σημάδια θε' ν' αφήσει.
Λοιπόν μαχαίρι και φωτιά! Βέλος κι ερωτοκάμα!
Αυτά είναι τα όπλα μου κι εμέ-φωτιά και λάμα.
Κι εδώ δε μου χρειάζεται να χτίσω κάτι νέο
που ατέλειωτο θα έμενε όσο κι αν ειν' ωραίο.



(πιάνει τον Ελβυτέρ από τους ώμους)

Γιατί εδώ να! το μισό! Εκείνο που θα φτιάξω
πάνω σε τούτο το μισό που 'χω θα το ταιριάξω.
Και να! Η ώρα έφτασε και πια δεν περιμένω.
Ποθώ ένα έργο μου κι εγώ να το 'δω τελειωμένο.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μα έλα φίλε, τι μπορείς εσύ να μου προσφέρεις;
Λες τέτοια πράγματα χωρίς ακόμα να την ξέρεις,

ΜΩΗΑ
Το μάθημα ειν' εύκολο αν συ μου το διαβάσεις.
Ποιο τ' όνομά της;

ΕΛΒΥΤΕΡ


Εριλή. Πού θες μ΄ αυτό να φτάσεις;

ΜΩΗΑ
Θέλω να μάθεις πως μπορώ σου 'πα να σε βοηθήσω.
Εμπόδιο τι σου στέκεται κι όλα τα πάει πίσω;
Η ομορφιά,τα πλούτη της,τα νιάτα της'

(στον εαυτό του περισσότερο)
Μα όμως
τα δύο πρώτ' αν λείψουνε, μετά 'νοιχτός ο δρόμος.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τι μουρμουρίζεις; Τι μου λες;Τι συ μπορείς να κάνεις;

ΜΩΗΑ
Αυτή σε σένανε ναρθεί κι εσύ να μην πεθάνεις.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Παραλογίζεσαι. Και πώς;

ΜΩΗΑ
Πλούσια τη λες. Τι έχει;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Χρυσάφι του πατέρα της το εργοστάσιο τρέχει.

ΜΩΗΑ
Τι εργοστάσιο;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πλαστικά.

ΜΩΗΑ
Τη νύχτα το φυλάνε;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τα λογικά σου φίλε μου κράτα τα-πού πετάνε;

ΜΩΗΑ
Αν το εργοστάσιο θα καεί τι άλλο απομένει;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τίποτα. Ολ' η τύχη τους με κείνο είναι δεμένη.

ΜΩΗΑ
Το εργοστάσιο θα καεί!

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μα τι-μιλάς αλήθεια;

ΜΩΗΑ
Φαίνομαι ν' αστειεύωμαι; Πως λέω παραμύθια;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Έτσι ο νους σου το κακό πάντοτε συλλογιέται;

ΜΩΗΑ
Κακό; Κακό; Είπες κακό; Τι θες να πεις με δαύτο;
Τ' είναι καλό; Τ΄είναι κακό; Πες μου και με να μάθω.
Είναι καλό συ να χαθείς; Καλό είναι να πεθάνεις;
Είναι καλό να σ' εμποδάει ο πόθος ν' ανασάνεις;
Είναι καλό να καίγεσαι στη φλόγα του κορμιού της
κι είναι κακό ν' αφανιστεί το κτήμα του γονιού της;
Τ' είναι καλό; Τ' είναι κακό; Πες μου κι εμένα. Μίλα!

ΕΛΒΥΤΕΡ
Στη δυστυχία όλους τους η πράξη αυτή θα εκύλα.

ΜΩΗΑ
Και τη δική σου δυστυχιά δε τηνε συλλογάσια;
Εκείνην που σε πέταξε μέσα σ΄αυτή λυπάσαι;
Αυτή 'ν' η πάλη. Πάλεψε για ό,τι θες δικό σου.
Αυτή 'ν' η πάλη. Πάλεψε να σώσεις τον εαυτό σου...
Από τον πόνο ήρθε κανείς εσέ να σε λυτρώσει;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Κανείς δεν ξέρει πως πονώ.

ΜΩΗΑ
Γιατί όλοι έχουν δώσει
την προσοχή του ο καθείς στον εδικό του πόνο.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τότε ολ' οι άνθρωποι μου φταιν κι όχι Εκείνη μόνο;


ΜΩΗΑ
Αν ,μα μεγάλη έβρισκα λάμα,της ανθρωπότης
πέρα για πέρα θα 'κοβα τον άπονο λαιμό της.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μα τίποτε η Εριλή δεν ξέρει-έτσι δε φταίει.

ΜΩΗΑ
Ποτέ αγάπη αντρική γυναίκας δεν ξεφεύγει.
Το ξέρει, να 'σαι βέβαιος. Κι αυτή 'ναι η ηδονή της-
τα βάσανα που σ κερνά ειν' η απόλαψή της.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Αν δυστυχής θα 'ναι αυτή, κι εγώ δυστυχισμένος.

ΜΩΗΑ
Λάθος. δυστυχία της συ θασ' ευτυχισμένος.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Μωρός δεν είσαι, αλλά λες πράγματα που δε στέκουν.

ΜΩΗΑ
Εσύ δε θέλεις να τα δεις. Αυτά ωραία μπλέκουν.
Συ τώρα είσαι δυστυχής γιατί ευτυχεί εκείνη.
Γιατί δε θες αντίθετα η πλάστιγγα να κλίνει;
Η δυστυχία του ενός η ευτυχία του άλλου.
Μάθε. Σε κάθενός δεσμού, μικρού είτε μεγάλου
αυτή 'ν' η σχέση. Του ενός η πλέρια δυστυχία
είναι που κάνει του αλλουνού την όποιαν ευτυχία.
Δούλοι κι ελεύθεροι παντού. Σκλάβοι και αφεντάδες.
Τους βλέπεις κι έναν ένανε γύρω σου και σ' ομάδες.
Έθνη, λαοί, οικογένειες, άτομα, με μανία
ο ένας τ' άλλου τη σκλαβιά ζητάνε-τη δουλεία.
Και μεγαλύτερη σκλαβιά 'π' τον έρωτα ποια είναι;
Άκου το φίλε μου κι εσύ. Και να μη φύγεις. Μείνε.
Κι απόλαυσε ό,τι πάντοτε ποθούσες. Άκουσέ με.
Αν είναι τέτοια η ζωή εμείς σ' αυτό τι φταίμε;
Θυμίσου: πώς την έφερνες πάντα στα όνειρά σου;
Σκλάβα σου δεν την ήθελες να στέκεται κοντά σου;
Πάντοτε δεν την ήθελες οτ' ήθελες να θέλει;
Το πιο γλυκό δε βρίσκεται σ' αυτό απ' όλα μέλι;
Μα δεν μπορούσες ολ' αυτά να κάνεις-συλλογίσου:
η δύναμη σου έλειπε' είμαι η δύναμή σου.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Η αγάπη μου για κείνηνε όλα τα συχωρνάει.
Πρέπει να σκέφτεται σωστά κανείς καθώς γερνάει.
Ο φωτεινός ο κόσμος μου που 'χω με πόνο χτίσει
χωρίς της, με το θάνατο, συντρίμμια θα γκρεμίσει.
Χωρίς της όλα χάνουνε το νόημα το βαθύ τους'
οι νύχτες χάνουν τ' άστρα τους, οι μέρες την αυγή τους...
Ό,τι ο νους μου έπλασε για πάντα θα χανόνταν
το στόμα μου αν τ' ολόγλυκο φιλί Της δε γευόνταν
Μ' αληθινή πρέπει χαρά τα όντα να ποτίσω
που έπλασα-με ξεγνιασιά χρωστώ να τα προικίσω.
Ύμνους ν' ακούν δοξστικούς κι όχι κατάρες πρέπει
τ' αυτιά που έδωσα ν' ακούν' το μάτι φως να βλέπει.
Καμιά θυσία αληθινά μεγάλη δε μετράει
όταν το δώρο της ζωής μες στ' όνειρο περνάει.

(στον Μωηά)

Νομίζεις αποτέλεσμα η πράξη αυτή θα φέρει;

ΜΩΗΑ
Ναι, αν και τ' άλλο σίγουρα το βάλουμε στο χέρι,

ΕΛΒΥΤΕΡ
Ποιο άλλο;


ΜΩΗΑ
Πλούσια ήτανε. Τώρα φτωχή θα μείνει.
Μ' αν ειν' και πάλι όμορφη, δική σου δε θα γίνει.
Η ομορφιά είναι δόλωμα που λάμπει και θαμπώνει
και ακριβά για χάρη της ο πλούσιος πληρώνει.
Πρέπει να γίνει κι άσχημη αν είναι για να πέσει
στην αγκαλιά σου-σ' άλλονε πρέπει να μην αρέσει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Πώς θα το κάνεις;

ΜΩΗΑ
(βγάζει ένα μαχαίρι από τη ζώνη του)

Έχω εδώ κρυμμένο το μαχαίρι
που φονικό το κράτησε πριν λίγο μου το χέρι.
Τώρα μπορώ να σου το πω-το χέρι το δικό μου
νεκρόν εκείνον ξάπλωσε στο πλάτωμα του δρόμου,
που 'θελε το κορίτσι μου να πάρει από μένα.
Σωστά με ψάχουν για φονιά. Το 'χα μελετημένα.
Ποτέ από μένανε κανείς γυναίκα δε θα πάρει.
Στον εαυτό μου μόνο εγώ θα δώσω αυτή τη χάρη.
Νόμισε θα τον άφηνα για να μου την αρπάξει'

(με ικανοποίηση)

Τώρα δεν έχει άλληνε φωλιά για να πετάξει.
Πρέπει κανείς ν' αγωνιστεί για ό,τι του ανήκει;
αγώνας, αίμα, θάνατος-άγώνας, αίμα, νίκη.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Το πρόσωπο;

ΜΩΗΑ
Το πρόσωπο! Θ΄ αστράψ' η κρύα λάμα

και της αγάπης θα γενεί το μέγα κι άξιο θάμα°.

ΕΛΒΥΤΕΡ

(κάνει δυο βήματα σκεπτικός' ύστερα σταθερά και με πάθος)

Μη λυπηθείς. Μ' αλάθευτο σημάδεψε σημάδι.
Κάνε τ' ωραίο 'ης πρόσωπο φριχτό ένα ρημάδι.
Ό,τι πι' ωραίο έπλασε στο διάβα της η φύση
απ' ομορφιά το χέρι σου γυμνό ας το αφήσει.
Κάντη φριχτή, αποκρουστική, κανείς να μη τη θέλει
Κρύψε τον ήλιο το λαμπρό με μαύρη μια νεφέλη.
Από μαγεία ερήμωστη. Γύμνωστην από κάλλη
κάθε γυναίκα όμορφη να 'ναι κοντά της άλλη.
Έτσι διωγμένη από παντού δική μου μόνο θα 'ναι…
μπρος στη μεγάλη αγάπη μου κρίματα δε μετράνε…
Πότε θα γίνουν ολ' αυτά;

ΜΩΗΑ
Με πρώτη ευκαιρία.
Δώσε μου διεύθυνση, όνομα, του καθενός στοιχεία
κι όλα σε μένανε άφηστα.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Γρήγορα να τα κάνεις.


ΜΩΗΑ
Αφού εγώ τ' ανάλαβα, έγνοια εσύ μη βάνεις.

(τα φώτα σβήνουν ώσπου να γίνουν
οι παρακάτω αλλαγές; στην καρέκλα
κοντά στο τραπέζι είναι καθισμένο
ένα ομοίωμα του Ελβυτέρ με τα χέρια
σηκωμένα σαν σε στάση ικεσίας ή
απόγνωσης' ο Μωηά φοράει άλλα
ρούχα. Μισοσκόταδο)

ΜΩΗΑ
Εχτές τη νύχτα έγινε. Τάχα πελάτης μπήκα
κι όταν οι άλλοι φύγανε μαζί κι εγώ δε βγήκα.
Έμεινα αφέντης μέσα κει μόνος να τριγυρίζω.
Πετρέλαιο κουβάλησα, τριγύρω το σκορπίζω
και κάθε πότισα γωνιά. Βάζω φωτιά κατόπι
και άφησα όταν έφυγα πίσω μου φωτοκόπι.
Πέρασα σήμερα πρωί. Νερά ρίχναν ακόμη.
Στάχτες γεμάτοι και καπνούς οι γύρω ήταν οι δρόμοι.
Άκουσα πως ο γέρος της το σπίτι θα πουλήσει
αν θέλει πάλι στη ζωή κάτι να ξαναρχίσει.
Μα ό,τι κι αν κάνει, σίγουρο ένα είναι πως θα γίνει:
ολόκληρ' η οικογένεια στους δρόμους θ' απομείνει.

(σβήνουν τα φώτα και όταν ξαναγίνεται
μισοσκόταδο, στην ίδια με πριν καρέκλα
βρίσκεται το ίδιο ομοίωμα του Ελβυτέρ
με τις παλάμες στα γόνατα και το
κορμί σκυμμένο όπως σε απελπισία'.Ο Μωηά
φοράει τα ίδια με πριν ρούχα)

ΜΩΗΑ
Για μένα χτες η μέρα μου ήταν η πιο καλή μου.
Άδικα ό,τι έμαθα δεν πήγε στη ζωή μου.
Με μαεστρία, ταχύτητα κι άτρεμο ένα χέρι
την ομορφιά εχάλασα με τούτο το μαχαίρι

και στο χρυσό το θρόνο της με όλη της τη γύμνια
φριχτήν και αποτρόπαια έβαλα την ασχήμια.
Ήτανε νύχτα. Μόνη της στο σπίτι εγυρνούσε.
Μον' η σελήνη και αυτή αχνά τηνε φωτούσε.
Μπροστά της επετάχτηκα, της έκοψα το δρόμο…
δεν πρόλαβε καλά καλά ούτε να νιώσει τρόμο.
Προτού να δει πώς, έξαφνα, εβρέθηκα κοντά της
κι η ακονισμένη λάμα μου έκανε τη δουλειά της.
Σαν αστραπές σε γαλανά ουράνια μέσα πλάτη
οι μαχαιριές μου εσκίσανε τη σάρκα τη δροσάτη.
Τα χέρια μου το ράντισαν οι στάλες απ' το αίμα
που από κάθε π' άνοιξα ξεπήδησε το ρέμα.
Όλα εγίναν γρήγορα που αυτή ένιωσε πόνο
όταν να τρέχω άρχισα εγώ μακριά της μόνο.
Κάθε καρδιά οι τρομερές σκουξιές της θα ξεσκίζαν.
Αλλά σε με που ήξερα, μόνο χαρά χαρίζαν.
Τώρα φτωχή και άσχημη εκείνον περιμένει
που ξέρει κάθε ασχημιά και φτώχεια να ομορφαίνει.

(τα φώτα σβήνουν και όταν ξανανάβουν
δείχνουν το δωμάτιο της Εριλή που
φωτίζεται λίγο από τα φώτα του δρόμου
μόνο. Εικόνα εγκατάλειψης. Η Εριλή μόνη,
μ' ένα βέλο να κρύβει το πρόσωπό της,
κάθεται στην καρέκλα σκυφτή, με τα
χέρια της ανάμεσα στα γόνατά της. Χτύποι
στην πόρτα. Η Εριλή σηκώνεται, ταχτοποιεί
καλλίτερα το βέλο της και μισοκρύβεται
πίσω από το άνοιγμα της πόρτας που
οδηγεί στο υπόλοιπο σπίτι)

ΕΡΙΛΗ
Εμπρός.

(η πόρτα ανοίγει και εμφανίζετι ο Ελβυτέρ στο άνοιγμά της)
Εσύ;
(αποτραβιέται κι άλλο και ασυναίσθητα σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια της. Καταλαβαίνει όμως ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο και κατεβάζει τα χέρια)

ΕΛΒΥΤΕΡ
Εγώ.


(μικρή σιωπή)

Να μπώ;


ΕΡΙΛΗ
Μπες και την πόρτα κλείσε.

ΕΛΒΥΤΕΡ

(μπαίνει, κλείνει την πόρτα και στέκει ακόμα εκεί)

Γιατί έτσι μες στα σκοτεινά, κρυμμένη σαν να είσαι;

ΕΡΙΛΗ
Δεν ξέρεις τι έτρεξε;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Όλα, ναι.

ΕΡΙΛΗ
Λοιπόν μου πρέπουν φώτα;
Νομίζεις ύστερ' απ' αυτό πως είμαι όπως πρώτα;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Για μένα όπως ήσουνα είσαι και τώρα.

ΕΡΙΛΗ Θε μου!
Αυτό δεν επερίμενα να τ' άκουγα ποτέ μου!

ΕΛΒΥΤΕΡ
Να περιμένεις να τ' ακούς πολλές φορές ακόμα.
Γι αυτό μου δόθηκε η φωνή-γι αυτό κρατώ το στόμα.

ΕΡΙΛΗ
Το ξέρω πως σου άρεσα. Το 'βλεπα στη ματιά σου.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Και τώρα αν δε μου άρεσες θα 'ρχόμουνα κοντά σου;

ΕΡΙΛΗ
Τώρα ο οίκτος σ' έφερε κοντά μου. Θες λιγάκι
συμπόνια στ' άσχημο, φτωχό να δείξεις κοριτσάκι
που όλους από δίπλα του η ασχήμια του τους διώχνει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Δεν ειν' ασχήμια ή ομορφιά ό,τι σε σε με σπρώχνει.

ΕΡΙΛΗ
Τι τότε; Μη τα πλούτη μου; Η μοίρα η κακή μου;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Όποια κι αν είναι η μοίρα σου μοίρα είναι και δική μου.

ΕΡΙΛΗ
Ούτε ο χειρότερος της γης ταίρι του δε με θέλει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τη γλύκα του δε χάνει αν μπει σ΄ όποιο δοχείο το μέλι.

ΕΡΙΛΗ
Πριν να χαθώ εχάθηκα. Πριν σβύσω έχω σβύσει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Τ' άστρο που κλείνεις μέσα σου δε θα γνωρίσει δύση.

ΕΡΙΛΗ
Μιας άβυσσος τ΄ απέλπιδο το σκότος με κυκλώνει.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Ελπιδοφόρο φως προς σε το χέρι μου απλώνει.

ΕΡΙΛΗ
Τάχα σπρωγμένο από τι; Χάνομαι…σβήνω…πάω…

ΕΛΒΥΤΕΡ
Δε χάνεσαι…Δε σβήνεσαι...Δεν πήγες…Σ' αγαπάω.

(με αργά βήματα πηγαίνει κοντά της ,την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί στον καναπέ. Εκείνη κάθεται. Κάθεται κι εκείνος δίπλα της)

ΕΡΙΛΗ
Λες μ' αγαπάς. Θα ήθελα πολύ να το πιστέψω.
Τον εαυτό μου αν το 'κανα όμως θα κοροϊδέψω.
Πες μου λοιπόν τι εννοείς μ' αυτή τη λέξη που είπες-

τ' ειν' η αγάπη; Ποιες χαρές τη φτιάχνουνε-ποιες λύπες;

ΕΛΒΥΤΕΡ
Δεν ξέρω. Μη μου το ρωτάς.

ΕΡΙΛΗ
Α! Τις κρυφές να κρούσω
χορδές ποιας λύρας έπρεπε αυτό για να τ' ακούσω;

(σηκώνεται και κάθεται στο πάτωμα αγκαλιάζοντας τα πόδια του
Ελβυτέρ και ακουμπώντας το κεφάλι στα γόνατά του)

Α! Η αγάπη! Ποιος μπορεί τ' είναι να πει-ποιος ξέρει..
κι ας λιώνει,.,και ας πνίγεται απ' το βαρύ της χέρι…
και θάρρος πόσο χρειάζεται σε κάποιον να τολμήσει
κάτι που σκέπουν του άγνωστου τα σκότη: ν' αγαπήσει..
Ζωή! Ζωή! Σ' ευχαριστώ!

ΕΛΒΥΤΕΡ
Γιατί άλλαξες θέση;

ΕΡΙΛΗ
Δεν ξέρω..είναι πι όμορφα-καλλίτερα μ' αρέσει..
Θα 'θελα εδώ να έμενα ώσπου να ξεψυχήσω.

ΕΛΒΥΤΕΡ
Βγάλε το βέλο...

(στρέφει το πρόσωπό της προς αυτόν αυτόν και βγάζει το βέλο)

..άναψ' το φως' θέλω να σε φιλήσω.

(η Εριλή ανάβει το φως δείχνοντας
έτσι ένα παραμορφωμένο πρόσωπο. Πηγαίνει
στον Ελβυτέρ και φιλιούνται)


ΑΥΛΑΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου