ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ
Οι μεν ιππήων στρότον
οι δε πέσδων οι δε νάων
φαις’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον
εγώ δε κην' όττω τις έρραται.
ΣΑΠΦΩ
Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων
θαυμάζεται' τι ουν ετ' αν
σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
(ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ)
πρόσωπα του έργου:
Α' φυλακισμένος
Β' φυλακισμένος
Γ' φυλακισμένος
Δ' φυλακισμένος
Ε' φυλακισμένος
Ντόρα
Μητέρα της Ντόρας
Μαυρόπουλο
Χρόνος: απροσδιόριστος, αλλά οπωσδήποτε πριν από τις 15 Μάη του 1975.
Τόπος: φυλακή που μοιάζει μ' ένα μεγάλο σκοτεινό κλουβί, και το δωμάτιο της Ντόρας.
Δίπλα στο πίσω μέρος της φυλακής υψώνεται ένας ψηλός τοίχος μ' ένα μικρό άνοιγμα από όπου μπαίνει και το λιγοστό φως που φωτίζει τη φυλακή.
Το αριστερό μισό της σκηνής όπως κοιτάζουν οι θεατές, είναι άφωτο όταν ανοίγει η αυλαία.
Α' Φυλακισμένος
Τι νέα το μαυρόπουλο πάλι μας έχει φέρει!
Β' φυλακισμένος
Α! Σαν κοντά μας έρχεται πάντα κρατεί μαχαίρι...
Γ' φυλακισμένος
Α! Το φαρμάκι εφόρτωσε στα μαύρα τα φτερά του
και το 'φερε και τ' άφησε και το 'σπειρε 'δω κάτου.
Α'
Τι συφορά που έπεσε σ' όλης της γης τους τόπους!..
Τι δυστυχιά είναι αυτή που βρήκε τους ανθρώπους!..
Ε' φυλακισμένος
Τι 'ναι αυτή 'καταστροφή...τ' ειν' ο χαμός ετούτος...
Πώς έτσι φτώχυναν αυτοί που τόσο είχαν πλούτος...
Α'
Να πάρει τίποτ' από μας η δυστυχιά δε θα 'βρει-
μέσα στην τόση νύχτα μας μια νύχτα ακόμα μαύρη.
Όμως αυτοί 'ναι άμαθοι και πώς θα συνηθίσουν-
και πώς θα γίνει άχαροι κι απέλπιδοι να ζήσουν...
Γ'
Στ' αργαστηριού της του κρυφού που ως τώρα ήταν άδειες
γιατί όλες της εσύναξε η Κυρά τις ομορφάδες;
Γιατί τα βράδια τα γλυκά-τη μέρα έχει παρμένη
κι ένα νεκρόκερο φωτά τώρα την οικουμένη;
Δ' φυλακισμένος
Γιατί απ' το δέντρο του Έρωτα όλα έκοψε τα μήλα;
Γιατί έκλεψε το μούρμουρο απ' της ιτιάς τα φύλλα;
Β' Γιατί επήρε τ' όνειρο και θάνατ' ο ύπνος μοιάζει
και πήρε το τραγούδι τους και η μιλιά τρομάζει;
Γ'
Ετούτη η νύχτα η άχαρη κι η άμορφη κι η κρύα
που άλλη νύχτα όμοια της δεν έγινε καμία
πόσον καιρό-πόσες νυχτιές και δάκρυα θα κρατήσει;
πότε το χάος που άνοιξε η νύχτ' αυτή θα κλείσει;
Α'
Α! Οι κακόμοιροι αυτοί, ποια έχει ορίσει μοίρα
τόσ' άσχημα τα μάτια τους να βλέπουν εναγύρα;
Α! Που τυφλοί να ήτανε τύχη θα τους φαινόνταν-
στο σκότος τότε τ' άβλεπο τ' Άσχημο θα κρυβόνταν.
Β'
Σωπάστ' έτσι άμετρα καθώς τους έχει ξεγυμνώσει
κάποιο αντίδωρο η Κυρά θα έχει να τους δώσει.
Λόγο εμείς δεν έχουμε' ας πάψουμε-ας σιωπούμε'
η Ομορφιά εργάζεται...σωπάσετε...θα δούμε...
Δ'
Γιατί από το ψηλότερο το ράφι η Ποθοδέτρα
τα σπάνια εκατέβασε κι αλάθητά της μέτρα;
Γιατί σιμά της έφερε τ' αμίλητα βιβλία
που όληνε κλειούνε μέσα τους του κάλλους τη σοφία;
Β'
Γιατί τ΄ουράνιου τόξου τους επήρε κάθε χρώμα
κι ολοφωτάει μυριόχρωμο το μέγα της το δώμα;
Γ'
Γιατί το σκότος τ' άμετρο τ' άδραξε και το στύβει
κι όλη τη γλύκα παίρνει του και τη φωτιά που κρύβει;
Ε'
Γιατί απ' το κύμα τον αφρό παίρνει τον πελαγίσιο;
Γιατί τον κρουσταλλένιο τους αέρα τον βουνίσιο;
Β'
Γιατί μες σε φωτόπλεχτο τ' άστρα κρατεί κανάτι;
Δ'
Γιατί μια δύση του ηλιού στα χέρια έχει φλογάτη;
Ε'
Τι πελεκάει παράμερα κι απόμερα τι ξαίνει;
Δ'
Του μαγικού της αργαλειού η σαίτα τι να υφαίνει;
Γ'
Γιατί τις πόρτες έκλεισε του αργαστηριού της όλες
με ρόδα, με γαρύφαλλα, με γιασεμιά, με βιόλες;
Β'
Α! Όση θλίψη έχουμε τύχη να 'ρχόταν τόση...
Α'
Α! δεν μπορεί, κάτι καλό η Άμωμη θα δώσει.
Σωπάστε. Δεν εσβύσαμε...περμένουμε...πονούμε..
κάτι καλό...κάτι καλό...σωπαίνετε...θα δούμε...
Γ'
Όση κι αν βάλει μαστοριά κι όσους κι αν κάνει κόπους
κι ό,τι κι αν δώσει η χάρη Της θα 'ναι για τους ανθρώπους.
Εμείς κάτι απέλπιδες φωνές ακούμε μόνο
και κάτι βόγγους μακρινούς που 'ναι γεμάτοι πόνο.
Αυτό το στενοσόκακο η φυλακή που βλέπει
για πάτωμα έχει τη σιωπή και την ερμιά για σκέπη.
Φως και τραγούδι και χαρά δεν είδαμε ποτέ μας'
μόνο σκοτάδι γύρω μας και θλίψη πάνωθέ μας.
(σιωπή)
Β'
Τίποτα δεν ακούγεται' ήχος, βοή, καμία.
Μόνο τα λόγια μας χαλούν την τέτοιαν ερημία.
Α'
Σαν να κοιμάται η χάρη Της.
Γ'
Ή σαν να συλλογάται.
Δ'
Α! Και κοιμάμενη Αυτή, ξυπνή για μας λογάται.
Ε'
Σάμπως το μάκρος να μετρά του χρόνου που απομένει.
Α'
Ή σάμπως να κουράστηκε και λίγο ξαποσταίνει.
Ε'
Κάτι μπορεί να σκέφτεται.
Β΄
Ή κάτι να θαυμάζει.
Δ'
Ή στα βιβλία της τα σοφά σκυμμένη να διαβάζει.
Α'
Α! Η Κυρά! Α! Η Ρήγισσα! Καλοψυχιά έχει τόση!
Για όλα τούτα τ' άσχημα κάτι καλό θα δώσει.
Κάτι καλό! Κάτι καλό! Κάτι όμορφο να πούμε;
Κάτι καλό! Σωπαίνετε…σωπαίνετε...θα δούμε…
(Τα φώτα σβήνουν και ανάβουν στο αριστερό για τους θεατές μέρος της σκηνής.
Τόπος: κρεβατοκάμαρα της Ντόρας.
Χρόνος:15 Μάη του 1991,βράδυ.
Το πάρτι των γενεθλίων της Ντόρας έχει τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν φύγει και η Ντόρα κουβεντιάζει με τη μητέρα της ενώ ετοιμάζεται να κοιμηθεί.)
ΝΤΟΡΑ
Μάννα μου είμαι όμορφη; Συ που μπορείς να κρίνεις
το ρώτημά μου απάντητο αυτό μη μου τ' αφήνεις.
Πολλά κι αν ρώταγα μικρή και για πολλά απορούσα
με τα παιχνίδια, τις χαρές, την απορία ξεχνούσα.
Μα η κοπελίτσα η μικρή μικρή δεν έχει μείνει-
μανούλα το 'πες σήμερα-γυναίκα έχω γίνει.
Μεγάλωσα μανούλα μου΄κοίτα-η αγκαλιά σου
δε με χωρά' σε ξεπερνώ σα θα σταθώ σιμά σου.
Πες μου μανούλα, ειμ' όμορφη; Θέλω να ξέρω, πες μου.
Γιατί σωπαίνεις; Σκέφτεσαι μήπως τις αταξές μου
και μου εθύμωσες; Εμπρός! Κάθισ' εδώ κοντά μου
και τα καλά θυμήσου μου και ξέχνα τ' άσχημά μου.
ΜΗΤΕΡΑ
Ποια είναι τ' άσχημα μαθές; Εγώ δεν ξέρω ουτ' ένα.
ΝΤΟΡΑ
Ξέρω, το πιο μου άσχημο καλό είναι για σένα.
γιατί καλλίτερη από σε μάννα δεν είναι άλλη-
γιατί καρδιά καμία τους δεν έχει έτσι μεγάλη.
Συ μάννα με μεγάλωσες και να, είμαι δεκάξι'
φτερά έχω κάνει μάννα μου και πια έχω πετάξει.
Σαν σήμερα γεννήθηκα και γιόρτασες μαζί μου
κι εσύ έλαμπες περισσότερο μάννα από τη γιορτή μου.
Κι είπες μανούλα μου μικρή πως πια έπαψα να 'μαι
κι είπες-να, πάλι θα το πω, βλέπεις πώς το θυμάμαι;-
πως από δω και ύστερα γυναίκα έχω γίνει
σαν κάθε κοριτσόπουλο που τα δεκάξι κλείνει.
Μα ποια γυναίκα όμορφη σαν είναι δεν το ξέρει;
Να! Εγώ! Δεν ξέρω μάννα μου τι μου 'χ' η μοίρα φέρει.
Μπρος στον καθρέφτη στέκομαι κι ώρες πολλές κοιτιέμαι
μα όπως όταν άρχισα πάλι μετά ρωτιέμαι.
Είμαι αλήθεια όμορφη; Μανούλα μου τ' αγόρια
με βλέπουνε κατάματα. Με πιάνει στενοχώρια
και όταν κάτι να μου πουν θελήσουν, εγώ τρέχω
γιατί αν με κρίνουν άσχημη μάννα μου δεν τ' αντέχω.
Μάννα μου στο σχολείο μου, στο παίξιμο, στην τάξη
κάτι καινούργιο έμαθα που όλην μ' έχει αλλάξει.
Υπάρχει λένε μια χαρά, που αγάπη τ' όνομά της
και που όλα είναι όμορφα κι όλα γλυκά κοντά της.
Και λεν ακόμη μάννα μου πως δεν πηγαίνει τάχα
παρά μανούλα μου-ακούς:-στις όμορφες μονάχα.
Πες μου μανούλα ειμ' όμορφη; πες μου, κι εγώ θα νιώσω
αυτό που ας μην το γνώρισα το λαχταράω τόσο;
Όσοι στον δρόμο που περνώ τυχαίνει να περνούνε
μάννα μου το κεφάλι τους γυρίζουν να με δούνε.
Δεν ξέρω πώς να φέρομαι σαν έτσι με κοιτάζουν
γιατί δεν ξέρω μάννα μου-λυπούνται ή θαυμάζουν;
Μάννα το χέρι μου άσπρισε' το δέρμα του βελούδι'
Τι απ' τα δυο είμαι μάννα μου; Αγκάθι είμαι; Λουλούδι;
Το πόδι μου το κόκκαλο μάννα μου εσαρκώθη
και, μάννα, η καρδούλα μου κάτι καινούργιο νιώθει.
Μάννα ετούτο το κορμί δεν είναι το κορμί μου.
Τα στήθη μου μεγάλωσαν-χαρά μου και ντροπή μου
αδρό τ' αχείλι έγινε που απαλά σ' εφίλα
και βλέπω μες στα μάτια μου όταν κοιτώ, μαυρίλα.
Μάννα μου ο καθρέφτης μου απόκριση δε δίνει-
αυτή που βλέπω μέσα του, μάννα ρωτάει κι εκείνη.
Ντρέπομαι άλλον από σε κανέναν να ρωτήσω'
πες μου μανούλα, δεν μπορώ μονάχη ν΄ απαντήσω.
ΜΗΤΕΡΑ
Καλή μου ποιος σου έβαλε τα λόγια αυτά στο στόμα;
Για της αγάπης τις χαρές είσαι μικρή ακόμα.
Είναι με χίλιες κλειδωνιές κλεισμένο το ντουλάπι
όπου κρυμμένη μέσα του κρατάει την αγάπη.
Πρέπει μεγάλη να γενείς αν θες να δοκιμάσεις
το που εντός του κλει’ βαρύ φορτίο να βαστάσεις.
Μα δε θ' ανοίξω τώρα δα συζήτηση μαζί σου
Πια ειν' αργά. Έλα. Ξάπλωσε. Ησύχασε. Κοιμήσου.
ΝΤΟΡΑ
Μάννα μου, πέρσι, στ' Αη-Γιωργιού το μέγα πανηγύρι
του φτερωτού ενώ κράταγαν χορού ακόμα οι γύροι
εξέκοψα, περπάτησα και πήγα στην Πηγίτσα
που άλλοτε πηγαίναμε με τ' άλλα τα κορίτσα.
Ο ήλιος χρυσοκόκκινες στη γη έστελνε ακτίνες
που ο χειμώνας έκρυβε κι είχα να δω για μήνες.
Η μουσική απ’ το χορό που μόλις ακουγόταν
έμοιαζε κάπου από μακριά-έξω απ' τη γη να 'ρχόταν.
Πέρα, τα όμορφα βουνά που το χωριό μας κλείνουν
μέσα στο βράδυ που 'πεφτε παίρνανε ν' αργοσβύνουν'
ο φίλος μου ετραγούδαγε-το ρυακάκι λέω-
τόσο απαλά, τόσο γλυκά, που μου 'ρχονταν να κλαίω.
Κι ήταν σαν να μην ήμουνα εγώ την ώρα εκείνη'
κι ήταν σαν να 'χα μόνη μου πάνω στη γη απομείνει'
και σαν η Πλάση γύρω μου μόλις να εγεννήθη
όλα τα πριν τα σκέπαζε πανίσχυρη μια λήθη.
Με μια χαρά πρωτόγνωρη για μένα είχε γεμίσει
κι ο λόγγος, και το ρέμα μας κι οι λεύκες του κι η βρύση
και τα κλαδιά του πλάτανου τα γεροροζιασμένα
ήτανε τώρα τρυφερά και νέα σαν εμένα.
Και κει, στα πόδια μου μπροστά, να και πετιέται μάννα
ένα πρασινοκίτρινο φίδι-μια φιδομάνα.
Ένα ματσούκι άρπαξα και να χτυπώ αρχίζω
και το σιχάμενο ερπετό στα πέντε το χωρίζω.
Και το καθένα που 'κοψα κομμάτι εφτερώθη
και πεταλούδα ολόμορφη μπροστά μου εφανερώθη.
Κι ενώ το φίδι μάννα μου μ' είχε κατατρομάξει
ο τρόμος σε μι' ανείπωτη χαρά είχε τώρ' αλλάξει.
Α! Μάννα! Τι χιλιόμορφα μικρά πεταλουδάκια!
Και τι πολύχρωμα, ζωηρά και φωτεινά φτεράκια!-
κι έτσι ανοιχτές από χαρά τις πόρτες του σαν βρήκαν
ολόϊσια στο στήθος μου επέταξαν και μπήκαν.
Και από τότε μάννα μου μέσα μου πεταρίζουν
και, μάννα, την καρδούλα μου εκείνες την ορίζουν:
Μάννα, τα μάγια του βραδιού εκείνου και η γλύκα
μαζί μ' αυτές μες στη μικρή καρδούλα μου εμπήκαν.
Πες μου μανούλα, είναι κακό έτσι που νιώθω τώρα:
Φταίω για μια που έκανα χωρίς να θέλω γνώρα;
ΜΗΤΕΡΑ
Όσο το λούλουδο που ανθεί φταίχτρα κι εσύ παιδί μου.
Αν φταίει τ' αηδόνι που λαλεί, τότε και συ παιδί μου.
Κόρη μου ο που μας έπλασε τα έχει έτσι ορίσει'
έτσι γραμμένα να γινούν τα έχει η κυρα-Φύση.
Μ' άφησε τώρα κόρη μου τον ύπνο να σε πάρει
και να σε παν στην πλάτη τους οι άσπροι του οι γλάροι.
ΝΤΟΡΑ
Όμως μανούλα απάντηση δε μου 'δωσες ακόμα-
έχω όμορφο το πρόσωπο; τα μέλη μου; το σώμα;
ΜΗΤΕΡΑ
Ε πια μανία που σ' έπιασε μ' αυτή την ομορφάδα…
τέτοιαν αλήθεια επιμονή σε σένα δεν ξανάδα.
Σου είπα: τέτοια κόρη μου ρωτήματα μην κάνεις
απ' τον πολύτιμο ύπνο σου ώρα μ' αυτά μη χάνεις,
Πρέπει, γιατ' η ώρα πέρασε, να κοιμηθείς. Το στρώμα
να το ζεστάνεις καρτερεί με το μικρό σου σώμα.
ΝΤΟΡΑ
Αυτό το "πρέπει" μάννα μου για λέξη δε ζυγίζει.
Καυτό να είναι σίδερο μοιάζει, που ό,τι αγγίζει
το τσουρουφλίζει, το πονά, το καίει, το πλακώνει'
πρέπει μαχαίρι μάννα μου να 'ναι και να σκοτώνει.
Ή ένας χτίστης τρομερός που μπρος μας χτίζει τοίχο
που κάθε ευφρόσυν' όραμα μας κρύβει-κάθε ήχο
και άνθη εμείς δε βλέπουμε-τραγούδια δεν ακούμε
και τότε μάννα μου καλή, γιατί...γιατί να ζούμε;
Κάτι φορές στον ύπνο μου το βλέπω αυτό το "πρέπει"
σαν ένα δράκο θεόρατο τον ήλιο που μου σκέπει.
Δράκος κακός με δύναμη μεγάλη στο κορμί του
μα που δεν έχει πρόσωπο μάννα στην κεφαλή του.
Με κάτι νύχια σαν σπαθιά καλοακονισμένα
στέκει μπροστά από τις χαρές που είν' εκεί για μένα
κι όταν κινώ να τις χαρώ μου φράζει αυτός το δρόμο-
κι είμαι μικρή μανούλα μου, και με γεμίζει τρόμο.
Μάννα γιατί δεν κάθονται μια μέρα οι σοφοί μας
να σβήσουν το απαίσιο το "πρέπει" απ' τη ζωή μας;
Τότε να δεις χαρούμενη κι ανέμελη που θα 'μουν...
τι λες-μπορούν μανούλα μου οι σοφοί μας να το κάνουν;
ΜΗΤΕΡΑ
Α! Τι ρωτήματα πολλά για ένα βράδυ μόνο!
Αλήθεια εμεγάλωσες πολύ μες σ' ένα χρόνο.
"Είμαι καλή; Κι ¨είμαι όμορφη;¨ ¨Τ' είναι το πρέπει;"-α-φτάνει-
πολλά ρωτάς κορούλα μου κι αυτό καλό δεν κάνει.
Μία ζωή αρώτητη καλή μου κόρη ζήσε
αν θέλεις πάντα ξέγνοιαστη κι αμέριμνη να είσαι'
και αν κανένας ήξερε πάλι δε θ' απαντήσει-
ειν' η ζωή πολύ μικρή και βιάζεται να ζήσει.
Κοιμήσου τώρα. Μην αργείς. Η νύχτα προχωράει.
Αύριο η μέρα μερτικά δικά της θα ζητάει
και πρέπει ετούτη η όμορφη να σου τα δώσει νύχτα.
Καλή σου νύχτα κόρη μου. Κοιμήσου.
ΝΤΟΡA
Καληνύχτα.
(η μητέρα βγαίνει .Η Ντόρα κοιμάται κι ονειρεύεται. Τα φώτα σβήνουν και ανάβουν τα φώτα του δεξιού μισού της σκηνής. Η φυλακή είναι ίδια όπως πρώτα, μόνο που τώρα ένα ανθοδοχείο βρίσκεται στο πάτωμα, με μέσα του δεκαέξι ωραία κόκκινα τριαντάφυλλα)
Α'
Θυμόσαστε; Κιοτέψαμε. Λέγαμε θα ξεχάσει-
με την ασχήμια συντροφιά η ζωή τους θα περάσει.
Μα όχι-ό,τι τους στέρησε τους το χαρίζει τώρα:
ανάμεσά τους έστειλε το θάμα της: τη Ντόρα.
Β'
Κι απλόχερα η πολύδωρη ό,τι κρατεί τους δίνει.
Ένα πουλάκι επήρε τους και τους χαρίζει σμήνη.
Δάσο τους δίνει αντίς δεντρί, θάλασσ' αντί σταγόνα'
μια μέρα τους εμαύρισε και τους χρυσώνει αιώνα.
Και να το δώρο τ' ακριβό! Να του Έρωτα το άνθος
που σπόρο ακόμα μέσα Του δεν έδεσε το πάθος.
Να η Θεσπέσια Κορασιά! Να 'το το θάμα όπου
η όπου Κόσμου εμορφιά το σχήμα πήρε ανθρώπου.
Γ'
Να του ρυακιού το μούρμουρο που λέγαμε ότι χάθη-
δε 'χάθη, τη φωνούλα Της, το μίλημά Της πλάθει.
Να της αυγής το χάραμα στο ροδομάγουλό Της.
Να το φεγγάρι το χλωμό μες στο παράπονό Της.
Ε'
Να η νύχτα μες στα μάτια Της, η άναρχη γεννήτρα
που όλην κρατεί την Πλάση μας μες στην πλατιά της μήτρα.
Να η νύχτα με τα φάσματα και τις βαριές φοβέρες.
Να η νύχτα μες στα μάτια Της που όλες κρατεί τις μέρες.
Να μες στα μαύρα μάτια Της της θάλασσας τα βύθη
που νεροανεμοδέρνονται των ξωτικών τα πλήθη.
Να μες στα μαύρα μάτια Της το φέγγος των Ερώτων.
Να η τρεμούλα των φιλιών και των χαδιών των πρώτων...
Να μες στα μαύρα μάτια Της το Έαρ των Συμπάντων.
Να μέσα τους το θρόισμα λειμώνων αμαράντων.
Να το Πλατύ, να το Βαθύ, να το Ψηλό και τ' Ώριο'
Να μες στα μαύρα μάτια Της των πόθων το φυτώριο.
Β'
Να των μελένιων Της χειλιών-λύρας χορδές- τ' αυλάκια
που κάνουν να 'ναι μουσική τα πιο κοινά λογάκια.
Να κάθε αυτάκι να μετρά όσο κοχύλια χίλια'
να στόμα που να καίγεται κι η ομορφιά ' π' τη ζήλεια.
Α'
Να στην ανάπνια του κορμιού αιθέριο ένα μύρο
που κάθε άλλο άρωμα μπρος του φαντάζει στείρο.
Να των νερών το φλόγισμα μες στων παρειών τα μήλα
ερωτεμένος ο ήλιος μας τη θάλασσα όταν 'φίλα.
Δ'
Και να του γοργοπέταχτου πουλιού η αλαφράδα.
Και να του χλωροπράσινου βλαστού η τρυφεράδα.
Να 'το το σύκο το γουρμό που στάζει φως και μέλι.
Να λαμπροήλιος το κορμί κι αχτίδες του τα μέλη.
Ε'
Τηνε θυμόμαστε μικρή, κουκλάκια να κρατάει
μ' αυτά να χαριεντίζεται, να παίζει, να γελάει.
Ύστερα κοκκαλιάρικη μικρή δεσποινιδούλα
του πόθου μας αφέντισσα και του καθρέφτη δούλα.
Μπουμπούκι Τηνε βλέπαμε μικρό που μόλις δένει
ολούθε με το πράσινο το χρώμα τυλιγμένη
και "τι", ελέγαμε, "αχ τι…τι θάματα θα δείξει
τα πράσινα τα σέπαλα σαν ο καιρός τ' ανοίξει..."
Και προσμονή την προσμονή και κλάμα μες στο κλάμα
το μπουμπουκάκι έδειξε το κρύφιο του το θάμα.
Και άνοιξε. Κι αρχίσανε να χύνονται τριγύρω
φέγγος, και χάρη, και δροσιά, και φτέρωμα και μύρο.
Β'
Α! Πώς το κάλλος στα σφιχτά του μπουμπουκιού τα φύλλα
έτσι βαθιά κλεινότανε κι άκρατα δεν ξεχείλα
παρά καρτέραε σιωπηλά τη μαγεμένη ώρα
για να ξεχύσει απαλά τ' ατίμητά του δώρα;
Γ'
Κάθε που νέα μια χρονιά τα κάλλη Της στολίζει
σ' αυτή την ανθοδέσμη μας νέο λουλούδι ανθίζει.
Δ'
Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η φυλακή μας.
Δ'
Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η ψυχή μας.
Α'
Κάθε χρονιά και μια γιορτή. Κάθε χρονιά και θάμα.
Και κάθε μια τους κουβαλεί κι άλλο στολίδι αντάμα.
Β'
Και φέτος να τη! Τον καρπό του Έρωτα μας φέρνει'
δεν το 'νε τρώει, δεν τον κρατεί, γελώντας το 'νε σπέρνει.
Α'
Καρπέ γλυκέ πώς στάθηκες κοντά της κι εκρατήθης
και δεν αντρώθης σε δεντρί και πάνω της δε 'χύθης
και δεν τηνε λεηλάτησες-πώς την κρατείς ακόμα
όπως τα δόντια αμάσητη τη ρόγα μες στο στόμα;
Ε'
Μη μας ακούσει ο Έρωτας και στη χρυσή του κλίνη
την πάρει-τίποτα για μας ύστερα δε θα μείνει-
Ό,τι αρπάζει ο Έρωτας καταδικό του το 'χει'
Όχι του άλυπου θεού-του τρομερού όχι-όχι!.
Β'
Πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε άφωτοι του Κόσμου'
πέντε τσουκνίδες στη βραγιά του μυροβόλου δυόσμου.
Ποιος τη δική μας τη φωνή θ' ακούσει τη σβησμένη;
πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε φυλακισμένοι...
Ε'
Καθώς γυρνάει απ' το σχολειό, ανέμελα πατάει
τη χλόη, που ζαλίζεται καθώς Τηνε κοιτάει.
Ούτε της χλόης της ταπεινής δεν έχουμε τη χάρη
κάτω απ' των άσπρων Της ποδιών να λιώσουμε τα βάρη.
Γ'
Ούτε της άγριας της ροδιάς οι ανθισμένοι κλάδοι
μπορούμε να 'μαστε καθώς στης μπλούζας Της το χάδι
ριγούνε, ανταριάζονται, και σκύβουν κι άλλο ακόμα
το ποθητό πασκίζοντας να σφιχτοκλείσουν σώμα.
Δ'
Δεν είμαστε ούτε γράμματα σε κάποιο Της βιβλίο
προσεκτικά να μας θωρούν τα μάτια Της τα δύο.
Μ' ένα ποτήρι κρύο νερό τη δίψα Της σα σβήνει
ούτε σταγόνες του νερού δεν είμαστε που πίνει...
Α'
Μέσα σε τόσα γύρω Της πράγματα ευτυχισμένα
ούτε μικρή δεν είμαστε κυρτούλα μία χτένα
που όταν τα μαλλάκια Της με κείνηνε χτενίζει
ευφρόσυνα η κοκάλινη ψυχή μας να τρεμίζει.
Β'
Ούτε πρωινή του κήπου Της δεν είμαστε δροσούλα'
ούτε μικρή του χρόνου Της δεν είμαστε στιγμούλα'
ούτε μια πέτρα που πατά γυμνό το ποδαράκι'
ούτε παιχνίδι στ' ακριβό κερένιο Της χεράκι.
Ούτε φαντάσματα λευκά δεν είμαστε' δε ζούμε
παρά μονάχα στ' όνειρο Εκείνης π' αγαπούμε.
Α'
Που αγαπούμε; Το Μηδέν γίνεται ν' αγαπήσει;
Μπορεί το Τίποτα να ζει, να ελπίζει, να ποθήσει;
Γ'
Η Όμορφη μας έπλασε και ό,τι πλάσει Εκείνη
αιώνια ζει. Δε φθείρεται. Δε χάνεται. Δε σβήνει.
Και μη δεν είναι ο Έρωτας του Αιώνιου η ουσία;
Και πόθο για μοιράδι της δεν έχει η Αθανασία;
Η ομορφιά που σαν κλαδί φωτός Τη στεφανώνει.
πάντοτε με το κάλλος της τ' άμετρο θα θαμπώνει.
Αφού πλαστήκαν μια φορά τα όμορφά Της κάλλη
αθάνατα η εικόνα Της κι αιώνια θα θάλλει.
Ε'
Όπως διψώντας το χαρτί το υγρό μελάνι πίνει
και μένει πάνω του η γραφή-με τίποτα δε σβήνει
έτσι έχει άσβηστα γραφτεί στο δέρμα Της επάνω
της Ομορφιάς της πλάστρας Της το μάγεμα το πλάνο.
Όπως μαχαίρι κοφτερό το σώμα ζώου σκίζει
και κείνο ακόμα νιώθεται και κράζει και γογγύζει
έτσι τον πόνο τον γλυκό κραδαίνοντας στο χέρι
η ολογλυκιά Της η ματιά ξεσχίζει σα μαχαίρι.
Κι όπως λαγό σαν πιάσει αητός βαθιά τα νύχια χώνει
κι απ' το σφιχτό το κράτημα το ζώο δε γλιτώνει
έτσι και όποιον μια φορά τ' αστέρι Της φωτίσει
πια δε χωρίζεται απ' Αυτήν όσο ήθελε πασκίσει.
Β'
Δυο αγαλμάτινες μορφές τα δύο Της τα χείλη-
ο Πόθος γλύπτης πάνσοφος και η Αγνότη σμίλη.
Ε'
Και η ψυχή Της καθαρή σαν νια βροχοπηγούλα.
Α'
Και η καρδιά Της ιλαρή σαν τρυφερή κορφούλα.
Γ'
Κόρφος και μέση και γλουτοί, κνήμες χωρίς ψεγάδι'
μηροί με της τελειότητας ντυμένοι το μαγνάδι.
Δ'
Το γόνυ ολοστρόγγυλο του Έρωτα αλωνάκι
που αλωνίζει μέσα του φλογόχαιτο αλογάκι.
Α'
Τόσο μικρό το χέρι Της τον κόσμο πώς βαστάζει;..
Β'
Και πού κρατάει τους Καιρούς και ΄Ανοιξες μοιράζει;
Γ'
Ζεστήν πώς η ανάσα Της όλην κρατεί την Πλάση;
Ε'
Πώς και η πέτρα ακόμ' ανθεί όπου ήθελε περάσει;..
Δ'
Δυο σπιθαμές ένα παιδί τι μάγια να κρατάει
που μ' ένα του χαμόγελο τον ήλιο να μεθάει;
Ε'
Α! πώς μπορεί σ' ένα κορμί ναν' έτσι συναγμένα
τόσα πολλά, τόσα γλυκά και τοσ' αγαπημένα...
Α'
Εμπρός λοιπόν. Ας ψάλλουμε με το πικρό μας στόμα
αφού τα χέρια δε βολεί-το λατρεμένο σώμα.
Εμπρός! Αυτό που μας πονεί, μας καίει, μας σκοτώνει
ας το τσακίζ' η γλώσσα μας-ο λόγος ας το λιώνει.
Γ'
Εμπρός λοιπόν! Με τον βουβό τον πόνο μας αγέρα
τον πόθο χείλη, τη μεγάλη αγάπη μας φλογέρα
κι όλη την τέχνη βάζοντας που 'ναι δικό Της δώρο
απελπισμένα σήματα να στείλουμε στο χώρο
Δ'
Και δυνατά ας τα κάνουμε να φτάσουνε στ' αυτιά Της.
Και ας τα κάνουμε γλυκά ν' αρμόζουνε κοντά Της.
Εμπρός λοιπόν! Ας ψάλλουμε! Ας ψάλλουμε ακόμα
τα χέρια, την ανάσα Της, το στήθος Της, το στόμα...
Ε'
Α! Όνειρο πρωτόειδωτο νύχτας μαγιοπλασμένης!
Α! Κλωναράκι αμυγδαλιάς Γενάρη ανθισμένης!
Α! Πόρτα ολορθάνοιχτη στα θάματα της Πλάσης!
Α! Που μαλάματα σκορπάς όπου ήθελε περάσεις.
Β'
Ω! Συ! Λιμνούλα ολόδροση στης έρημου το κάμα!
Ω! Του Ωραίου η πηγή! Ω! Της σοφίας το νάμα!
Ω! Φόνισσα της λύπης μας και της χαράς βυζάστρα!
Ω! Που κοντά σου πέφτουνε της μοναξιάς τα κάστρα!
Γ'
Α! Συ, απαλοφανέρωτη, καυτή του πόθου λάβα!
Α! Του γλυκόπιοτου κρασιού η αγνή και γνήσια κάβα!
Α! Λουλουδάκι ευωδιαστό στου πόνου τα τενάγη!
Α! Που ένα σου χαμόγελο και λιώνουν ολ' οι πάγοι!
Δ'
Α! Χιλιοπόνετη σπαθιά στης ασχημιάς το σώμα!
Α! Ομορφάδα ανείπωτη στ' ονειρεμένο στόμα!
Α! Φωτεινό αναφτέρωμα στου Έρωτα το χάδι!
Α! Στην κορώνα της φωτιάς το ατίμητο πετράδι!
Α'
Ω! Αναφτέριασμα του νου μετά την καταιγίδα!
Ω! Δάφνη εσύ αμάραντη στου κάλλους την αψίδα!
Ω! Χρυσωπή αναφεγγιά όταν το φως ζαλίζει!
Ω! Κρύφιο αναρρίπισμα μέσα στο ρογοβύζι!
Ε'
Ω! Άναρθρα ψελλίσματα κι άλαλη ανατριχίλα!
Ω! Ριζας φυλλοβόλημα! Ω! Ρίζωμα στα φύλλα!
Ω! Του αμπελιού η ευλογιά στ' ανάπλαγο της ζήσης!
Ω! Ανατολίτσας ρόδισμα! Ω! Φλόγισμα της δύσης!
Β'
Α! Κατσικάκι λυγερό στον πετρωμένο κάβο!
Α! Συννεφάκι λευκωπό μες στ' ουρανού το μπλάβο!
Α! Θάμα που απλησίαστο μένεις για κάθε πέννα!
Α! Του ιδεώδους μέστωμα και του Ωραίου γέννα!
Α'
Ω! Λευκανθέ μονάκριβε στου σπάνιου τη σέρα!
Ω! Καλοθύμητο πουλί σε γαλανόν αιθέρα!
Ω! Πλάνο δασονύχτωμα κι αυγή δροσοφεγγάτη!
Ω! Σάρκινο ξεφάντωμα σ' ακούραστο κρεβάτι!
Δ'
Τα δέκα δαχτυλάκια Της δέκα κομψούλια βέλη.
Α'
Δέκα νιογέννητων μικρών προβάτων η αγέλη.
Δ'
Στου έρμου καρπού μας να 'τανε να δένανε το τόξο...
Α'
Στο έρμο μαντρί μας να 'τανε να στάλαζαν απόξω...
Β'
Το τόξο θέλει γύμνασμα' το μάντρωμα τσοπάνο.
Γκρίζοι εμείς αμμόκοκκοι σε μαύρη πέτρα επάνω.
Εμείς η στάχτη της φωτιάς προτού η φωτιά ν' ανάψει.
Εμείς του αγέρα φύσημα σαν ο αγέρας πάψει.
Τ’ είμαστ' εμείς; Αητόπουλα χωρίς αητού τη γέννα-
Τ’ είμαστ' εμείς; Αχ-μνήματα χωρίς νεκρόν κανένα.
Και πώς μπορεί αγέννητος ορμήνιες να ψελλίζει;
Και πεθαμένος πώς μπορεί τη ζήση να ορίζει;
Δ'
Α! Μόνο να μας άγγιζε θα μας λευτέρωνε όλους.
Όμως ποτέ δε θα διαβεί της τρώγλης μας τους θόλους.
Έτσι εμείς ανάλλαγα εδώ μέσα θα μαδούμε-
τέτοι' από Κείνη λευτεριά ποτέ μας δε θα δούμε.
Α'
Στείλαμε εν' ασπροφτέρουγο μικρό περιστεράκι
να Της ειπεί τον πόνο μας-το μαύρο μας μεράκι'
Μ' αυτό σα Την αντίκρισε του 'σβησεν η μιλιά του
και μες στ' ολάσπρο στήθος Της έκανε τη φωλιά του.
Γ'
Επέψαμ' ένα σύγνεφο την πεθυμιά να βρέξει
και το τραγούδι που η βροχή στη στέγη Της θα πλέξει
να το ακούσ' η Όμορφη-τον πόθο μας να μάθει-
μα στων ματιών Της η βροχή ελίμνασε τα βάθη.
Δ'
Και τ' αγεράκι εστείλαμε, μας ήρθε μεθυσμένο'
και το κλαδί της αγριελιάς-γύρισε μαραμένο.
Μπροστά στην τέλεια ομορφιά όλ' άφων' απομένουν-
αποξεχνιούνται, λησμονούν, βουναίνονται, σωπαίνουν.
Ε'
Και την καρδιά μας στείλαμε γυμνή και ματωμένη-
και την ψυχή μας στείλαμε μ' αγκάθια ξεγδαρμένη
μα κείνες πισωγύρισαν-σταθήκανε-διστάζουν-
ψέμα να πουν δεν το μπορούν, τ' όχι να πουν δειλιάζουν.
Α'
Τα σιδερένια τα κλειδιά της φυλακής πως έχει
και πως την τύχη μας κρατεί, Αυτή δεν το κατέχει.
Ε'
Σωπαίνετε' ας σωπαίνουμε' ειν' έτσι καμωμένα:
η Ομορφιά κι η γνώρα της το 'να με τ' άλλο ξένα.
Για μας της ζωής ανάνθιστοι θα μείνουνε οι κάμποι.
Μόνον εδώ το άμετρο το κάλλος Της δε θα 'μπει
Χοντρές οι αμπάρες και βαριές κι η πόρτα σφραγισμένη.
Πέντε άμοιροι...πέντε άφωτοι...πέντε συφοριασμένοι...
Κι είναι για μας τους άφωτους το παραθύρι ετούτο
μαστίγιο στη μονάξ'α μας και στην ερμιά μας κνούτο.
γιατί χαρές που-αλίμονο-δε φτάνουμε μας δείχνει
και σε βαθιά, τρισκόταδη απελπισιά μας ρίχνει.
Αν το μικρό εκείνο εκεί δε βλέπαμε σοκάκι
μικρότερο θα ήτανε το που μας τρώει σαράκι.
Όταν δε βλέπει το λαμπρό της ευτυχίας τ' αστέρι
στη δυστυχία η ζωή λιγότερο υποφέρει.
Γ'
Ό,τι να γίνει είναι γραφτό-καθόλου δεν αλλάζει.
Είναι γραφτό η έρημη ψυχή μας να σπαράζει
κι Αυτή ν' ανεμοδέρνεται μες στης ζωής την έχτρα
χωρίς να ξέρει το γιατί και δίχως να 'ναι φταίχτρα.
Β'
Μες στην ψηλή αετοφωλιά πώς πάει το αηδονάκι;
Α'
Πώς ίσα πάει στη φωτιά ένα χρυσό αχεράκι;
Ε'
Πώς πάει έτσι αδύναμη στων δυνατών τα μέρη;
Γ'
Πώς πάει στη λάσπη να χωθεί το λαμπερό αστέρι;
Δ'
Πώς έτσι ανυποψίαστη, χαρούμενη κι αγνούλα
πάει στο χαμό; Πώς θα βρεθεί στο νύχτωμα η αυγούλα;
Πώς έτσι αρνάκι χαρωπό, αξέγνοιαστα πηδώντας
μες στη μονιά θε να βρεθεί που καρτερεί ο λιόντας;
Γιατί το φως ανθρώπισε αν ήταν για να σβήσει;
Ποιο χέρι πολυέλεο θα Τηνε σταματήσει;
Γιατί οι χαρές του έρωτα δένουν με την τυράγνια;
Γιατί-αχ-πάντα η Ομορφιά να δένει με την άγνοια;
Ε'
Τον πόνο μας ας γίνονταν να τον κρατεί για δόρυ
εκεί που πάει ανύποπτη στης απονιάς τα όρη.
Ο σπαραγμός που μας κερνάει ας γίνονταν ασπίδα
να σταματάει επάνω του του μίσους η λεπίδα.
Το μισερό μας το κορμί που καίγεται για Κείνη
τείχος ας ήταν γύρω της αχάλαστος να γίνει
κι όταν θα πάνε να τη βρουν η κάκια και το ψέμμα
στο ξαναμμένο να πνιγούν και κοχλαστό μας αίμα.
Β
Ουράνια σεις που πάνω μας εβρέξατε κατράμι
μέσα στα τόσα τα κακά σ' εμάς που 'χετε κάμει
δώστε μας τούτο το καλό: κάμετε όσο ζούμε
τον άδικό Της το χαμό να μη-να μη τον δούμε.
Ε'
Ό,τι στου νου τον αργαλειό 'φαίνουμε με μετάξι
σε μια στιγμούλα του κορμιού η φλόγα θα ρημάξει.
Σαν το κακό να 'χε μυαλό-σαν να 'χε προσχεδιάσει
το πιο καλό κάθε φορά διαλέγει να χαλάσει.
Α'
Η πόρνη ζωή τα κρόταλα τα χάλκινά της κρούει
και τις σειρήνες του χαμού κανείς δεν τις ακούει.
Ταγίζει με τις μέρες μας το μαύρο του αδράχτι
ο Χρόνος, κι η ανέμη του κρύα τυλίγει στάχτη.
Γ'
Όταν τα δίχτυα της νυχτιάς τη μέρα σκοτεινιάζουν
σαν τα σφαχτάρια μέσα τους οι θύμησες σφαδάζουν
και το φιδίσιο φτερωτό κορμί και το κεφάλι
ζητούν να το σηκώσουνε-να ξαναζήσουν πάλι.
Δ'
Όταν η νύχτα έρχεται, του Φόβου τα πλεμόνια
με ξωτικά γεμίζουνε και με φριχτά δαιμόνια΄
και πάνω στους αδύναμους αυτός τα ξεφυσάει
κι εκείνοι τρεμουλιάζουνε κι αυτός κρυφογελάει.
Ε'
Κι όποιος θα φέρει στο μυαλό το σχήμα του κορμιού Της-
κι όποιος θα φέρει στο μυαλό τη χάρη του ποδιού Της
γι αυτόν φοβέρες και στοιχειά και ξωτικά σκορπάνε
κι όλα γιορτάζουν γύρω τους και όλα τραγουδάνε.
Α'
Κι όποιος του χαμογέλιου Της φέρει στο νου τη λάμψη
αμέσως κάθε μάνητα, κάθε οργή θα πάψει.
Κι όποιος του κρύφιου Της φιλιού φέρει στο νου το θάμπος
έτσι που όλα τα κρατεί θεός φαντάζει σάμπως.
Α'
Κλείνει την πόρτα του ο φτωχός στο σπίτι του σα φτάνει
και στης καλής του τα φιλιά τη φτώχια του ξεχάνει.
Κι εμείς σαν τι να κλείσουμε; Καλή σαν πώς να βρούμε;
Οι άλυσες δαγκώνουνε-πληγιάζουν-δε φιλούνε.
Β'
Τραβά ο ψαράς τα δίχτυα του και χαίρεται τα ψάρια
που σπαρταρούν, είτε πολλά, είτε ανάρια-ανάρια.
Κι εμείς τι να ψαρέψουμε; Πού θάλασσα; Πού βάρκα;
Κάτω απ' ό,τι σ'κώσουμε της άρνησης η νάρκα.
Γ'
Ο βράχος στέκει ολόστητος. Το κύμα τον κυκλώνει
και τον φιλεί ερωτικά και τον γλυκοδαγκώνει.
Το κύμα εμάς μας περιχεί και μαύρο έχει χρώμα
και πικροδαγκωνόμαστε μονάχοι μες στο στρώμα.
Δ'
Μέσα στο χώμα ο βολβός ρίζες χλωρές βυθίζει
και ‘κείνες τον στηρίζουνε κι αυτός λουλούδι ανθίζει.
Για μας και ρίζες και βολβοί κι ανθάκι μυρωμένο
πάντα θαμμένα κείτονται-το φως για κείνα ξένο.
Ε'
Ο ήλιος, στρατηλάτης τους, διατάζει τις αχτίδες
και τραγουδώντας χαρωπά διώχνουν τη νύχτα εκείνες...
Δεν πολεμούν ποτέ για μας του ήλιου οι λεγεώνες'
ολόμαυρες οι μέρες μας και λες κρατούν αιώνες,
Μέσα στα βύθη της ζωής, στην πιο βαθιά της κοίτη
εχτίσαμε το έρμο μας αραχλιασμένο σπίτι'
και τίποτα δε βλέπουμε-κανέναν δεν ακούμε
κι αν στη ζωή λογιόμαστε είναι σα να μη ζούμε.
Β'
Κάτι τεράτων τις ουρές, κάτι ερπετών τα λέπια
ν' αναταράζουν νιώθουμε της νύχτας μας τα κρέπια
κι η μυρουδιά του θάνατου τις σάπιες που αναδεύει
σάρκες των πεθαμένων του, το μύρο μας μολεύει.
Ακούμε τις αρίθμητες βοές υπόγειων βόγγων
κι όχι τα καλαδήματα των κάμπων και των λόγγων.
Τα σπάργανα μας δένουνε της άκαρπής μας γέννας
αντίς η γύμνια η λεύτερη που χαίρεται καθένας.
Αγέρα πνοή το στήθος μας τ' άσαρκο δε γλυκαίνει.
Χώμα και θειάφι και φωτιά μέσα του μπαινοβγαίνει
και το που ό,τι ζωντανό γεννάει εντός μας σπέρμα
έρμο στην έρημο δεντρί και τ' άνθη του παντέρμα.
Ε'
Σωπάστε' θα 'ρθει' θα μας βρει' θα ψάξει' θα ρωτήσει'
και θα τελειώσ' η θλίψη μας΄κι ο πόνος μας θα σβήσει.
Θα 'ρθεί η Όμορφη-θα 'ρθεί..
Γ'
Θα 'ρθεί…κάπως θα μάθει...
Δ'
Θα 'ρθεί κι η λύπη έσβυσε...
Α
Θα 'ρθεί-το σκότος 'χάθη...
Β'
Κάτι φορές το βλέμμα Της γυρνάει σαν να μας βλέπει'
μα πιο ψηλά 'π' της φυλακής πάντα κοιτάει τη σκέπη.
Δ'
Κάποιες φορές σαν τις χοντρές φωνές μας να προσέχει'
όμως πολύ πολύ μακριά και τότε ο νους Της τρέχει.
Γ'
Περνάει σα ’στραπόβροντο κι άλλοτε σα βροχίτσα'
σαν άγγελος αθέρινος, σα φουντωτή ροδίτσα.
Δ'
Άλλοτε πάλι σοβαρή βασίλισσα σε θρόνο
ή σαν γλυκό, πανέμορφο, μικρό κορίτσι μόνο.
Α'
Έρχεται από τα μέρη Της τα κρύφια τ' άγνωστά μας
και διάφανη τη βλέπουμε ν' αργοπερνάει μακριά μας.
Β'
Κι είναι-παράξενο άκουσμα-κι ολόδροση και λάβρα
Και πέμπει δρόσο γύρω της μα και φλογάτην αύρα.
Γ'
Και μοιάζει σαν κάθε φορά πριν βγει αιώνες να 'χει
μπρος στον καθρέφτη Της σταθεί σε μια νικήτρα μάχη.
Ε'
Και μοιάζει σαν να μάζεψε χίλιες χιλιάδες γιούλια
και να 'βαλε στα χείλια Της τα τρυφερογλυκούλια.
Και μοιάζει σαν να έγδαρε το άσπρο από τα χιόνια
και να 'βαψε του στήθους Της τα σπαθοχελιδόνια'
και στου γλυκού όπως την κορφή ταιριάει το μοσχοκάρφι
ακάλυπτα κι ελεύθερα τους άφησε τα ράμφη.
Δ'
Και μοιάζει σα για μέτωπο να 'βαλε το φεγγάρι.
Α'
Και μοιάζει σαν να τύλιξε το σώμα Της με χάρη.
Β'
Και μοιάζει σαν να μάζεψε του ήλιου τις ακτίνες
και τα μαλλιά Της τ' απαλά να στόλισε με κείνες.
Δ'
Και μοιάζει σα να λήστεψε της Νύχτας τα παλάτια
και όσο μαύρο εμάζεψε να το 'βαλε στα μάτια.
Γ'
Και μοιάζει σαν να τρύγησε του πόθου το αμπέλι
και ήπιανε και μέθυσαν το σώμα και τα μέλη.
Α'
Και μοιάζει σαν να κούρσεψε όλα τα ουράνια κάστρα
και διάλεξε τα πι’ όμορφα και λαμπερά τους άστρα
και μοιάζει σαν να τα 'τριψε και τα 'κανε αστροσκόνη
κι ότι με κείνην ως περνά περίσσια μας τυφλώνει.
Β
Και μοιάζει σαν να μέρεψε της κόλασης τις φλόγες
και μοιάζει σαν να έστυψε των σταφυλιών τις ρόγες
κι έτσι με γλύκα και φωτιά επότισε το στόμα
που πυρπολεί αυτό γλυκά κι αμίλητο ακόμα.
Ε'
Και μοιάζει ν' απορφάνεψε απ’ τ΄άνθη τους τα δέντρα
και μόνη να 'ναι τώρα Αυτή των λουλουδιών αφέντρα.
Και μοιάζει σαν το ρόδο Της το πιο 'μορφοπλασμένο
ανάμεσα στα πόδια Της να το 'χει φυλαγμένο.
Και σα ν' αλαφρομάλαξε και να 'βαλε στην άκρη
μια θλίψη ακριβοκέντητη απ' όνειρο και δάκρυ
και κει κατά το σούρουπο, σαν κρίνει πως ταιριάζει
μία σταγόνα στα γλυκά τα μάτια Της σταλάζει.
Γ'
Και μοιάζει σαν του αγεριού τ' ανάλαφρο το χάδι
στημόνι να 'βαλε ακριβό, και πόθο για υφάδι
για να υφάνει αγέρινα ρούχα που θα Την ντύνουν-
μα ποθοπλάνταχτα κι αυτά-χαμένα, Τηνε γδύνουν.
Α'
Μοιάζει...μα τίποτ' απ' αυτά δεν έχει διόλου γίνει.
Με τα χεράκι Της χαρές-δώρα μονάχα δίνει'
όπως στο κύμα ο αφρός και ο ανθός στο κλώνι
έτσι και στο κορμάκι Της η Ομορφιά πυργώνει.
Ε'
Κι όπως ξεσυνερίζονται τ΄αδέρφια και ζηλεύουν
κι ό,τι απ' το 'να αποχτηθεί και τ' άλλα το γυρεύουν
και της ψυχής σαν είδανε ζηλέψαν οι ομορφάδες
και στου κορμιού Της τρέξανε κοντά τις αδερφάδες.
Γι αυτό κανείς δεν το μπορεί να κρίνει μπλιο ποιο λάμπει:
τα επουράνια της ψυχής ή του κορμιού οι κάμποι.
Μόνο να χαίρεται μπορεί της Ομορφιάς το θάμα
και στης πηγής του το δροσό να ξεδιψάει το νάμα.
Β'
Κι είναι για μας ανείδωτα νάμα, πηγή και δρόσος'
κι είναι για μας ατέλειωτος ο πόνος μας ο τόσος.
Μ' απ' όλα τα φαντάσματα που κλέβουν τη χαρά μας
το πιο πικρό και πιο σκληρό είναι η μοναξά μας.
Τα δόντια της μας σκίζουνε. Τα νύχια της μας γδέρνουν
και τα φριχτά τα χέρια της κάθε καλό μας παίρνουν.
Κι ενώ του Κόσμου τα καλά να 'ρθουν σε μας ειν΄ άξια
εμείς για μόνη συντροφιά έχουμε τη μονάξα.
Γ'
Μονάχα ένα μαυρόπουλο αριά και που περνάει
και κάθεται στα σίδερα κι όλο πικρά μιλάει.
Δε βγήκε από το στόμα του καλός ποτέ 'νας λόγος'
μόνο μαντάτα θλιβερά΄και μάλωμα΄ και ψόγος.
Α'
Μαύρο κι εκείνο σαν και μας χωρίς κανείς να ξέρει
τι κάθε που 'ρχεται φορά νέο κακό θα φέρει.
Κι αν έρχεται είναι σ' άλλονε που αν πάει θα το διώξει
αν τέτοια και σε κείνονε το στόμα του θα κρώξει.
Δ'
Μα εμείς δεν τ' αποδιώχνουμε κι όταν μιλάει για Κείνη
τότε ανοίγει κάθε αυτί και κάθε στόμα κλείνει.
Και από κείνο μάθαμε πού πάει σαν περνάει,
πότε κοιμάται σαν ανθός, πότε σα φως ξυπνάει.
Ε'
Και λέει πως τα μηνύματα των λόγων του είναι βύθια
και πως η μόνη υπάρχουσα στον κόσμο είναι αλήθεια.
Η μόνη αλήθεια μα το ναι! Η αλήθεια η δική του
που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την κουβαλεί μαζί του.
Β'
Πώς την αλήθεια του κεριού ο ήλιος να γνωρίζει;
Δ'
Πώς την αλήθεια του τυφλού το φως ο που αντικρίζει;
Α'
Πώς την αλήθεια του μικρού να ξέρει ο μεγάλος,
του ταπεινού ο υψηλός και του βωβού ο λάλος;
Γ'
Α! Την αλήθεια όποιος λαλεί την ιστορία του γράφει΄
και την αλήθεια των νεκρών την ξέρουν μόνο οι τάφοι.
Και του Ωραίου τη μοναχή, λαχταριστή αλήθεια
μέσα στα δυο Της η Όμορφη την κουβαλεί τα στήθια.
Α'
Μ' αυτήνε στέμμα Της λαμπρό την Πλάση διαφεντεύει.
Γ'
Μ' αυτήν ραβδάκι μαγικό τον κόσμο μας μαγεύει.
Δ'
Μ' αυτήν ραντίζει τους αγρούς κι ανθίζουνε το Μάη.
Ε'
Μ' αυτήν φωνή τ' ολάρφανο το στόμα μας μιλάει.
Β'
Α! Κι αν μας αγκαλιάζανε τα δυο μικρά Της χέρια
τα μάτια μας τ' αφώτιστα θα γίνονταν αστέρια
και το πικρό τ' αχείλι μας Εκείνη αν το εφίλει
γλυκύτερο θα γίνονταν απ' το γλυκό σταφύλι.
Γ'
Α! Κι αν μας εγλυκόσφιγγε μες στη ζεστή αγκαλιά Της
ο λίβας έτσι άξαφνα θα εγινόνταν μπάτης
και το κορμί μας το ξερό που αφίλητο σαπίζει
θα 'πιανε πάλι να πετάει κλωνιά-πάλι ν' ανθίζει.
Δ'
Χάντρα η χαρά θα γίνονταν στα οκνά μας κομπολόγια
γλυκά αν ακούγαμε απ' Αυτήν κι όμορφα αγάπης λόγια
και τα πελώρια κύματα του ατέλειωτού μας πόθου
τους ψίθυρους θα πνίγανε του Έρωτα του Πρώτου.
Α'
Αν μια ματιά μας έριχνε θα 'σπαζε τα δεσμά μας '
τα σίδερα θα λιώνανε αν έρχονταν κοντά μας
και το κλειδί της φυλακής θα 'νοιγε την ψυχή μας
που τώρα είναι κλειστότερη κι από τη φυλακή μας.
Ε'
Κι αν θα μας φέρει μια στιγμή στη φωτεινή Της σκέψη
το νου τον τρομαγμένο μας γαλήνη θα τον στέψει.
Ο ναρκωμένος λόγος μας ευθύς θα γρηγορούσε
το προσωπάκι Της σε μας αν λίγο θα γυρνούσε.
Β'
Μα μόνο να Τη βλέπουμε μπορούμε σα διαβαίνει
κι αυτό ειν' όλο που σε μας τους κούφιους απομένει.
Ανίκανοι να πάρουμε ή να δώσουμε βοήθεια'
αυτή 'ναι η ολόπικρη και καυτερή αλήθεια.
Γ'
Γραμμένη μες στου θάνατου η ζωή μας το βιβλίο.
Και μέσα Στις σελίδες του η σκόνη και το κρύο.
Και το βιβλίο Αυτή ανοί' κι αμέριμνη διαβάζει.
Δεν ξέρει. Δε φαντάζεται. Ο νους Της δεν το βάζει.
Α'
Κι ειν' η ψυχή μας άστεγη, χαμένη στο σκοτάδι.
Γι αυτήν και δείλι και αυγή σκοταδερά σα βράδυ.
Ανάκουστοι ειν' οι θόρυβοι-ανείδωτη ειν' η μέρα
και η λιμνούλα της χαράς έρμη γι αυτήνε ξέρα.
Β'
Σαν τα σκουλήκια στο υγρό σερνόμαστε το χώμα
και είναι κάτι θαυμαστό και που μιλούμε ακόμα-
πέντε μικροί-πέντε άσημοι-πέντε λησμονημένοι-
κι η Μοίρα ακόμα η άφευγη για μας είναι σβησμένη.
Δ'
Κι όσο κι αν το γυρεύουμε κι όσο κι αν προσπαθούμε
διόλου να προχωρήσουμε πιο πέρα δεν μπορούμε.
Τα ξεγδαρμένα χέρια μας ,τα πόδια τα πρησμένα
στον ίδιο τόπο μένουνε σαν να 'ταν ριζωμένα.
Τ’ είναι κρεβάτι μαλακό, τ' είναι αγάπης χάδι
δεν τα γνωρίσαμε ποτέ' ούτ' είχαμε μοιράδι
στην ευτυχία, στη χαρά, στη φτερωτήν ελπίδα'
μόνο της δίψας η οργή-του πόνου η λεπίδα.
Ε'
Κι όλα γιατί; Γιατί το "ναι" το 'παμε "ναι" και τ' "όχι"
"όχι" κι ας μας λιανίζανε τα κόκκαλα στην κώχη.
Γιατί αρνηθήκαμε ποτέ να υψώσουμε παντιέρα
που ανάσα θα πλατάγιζε κι όχι ριπή αγέρα.
Κι όλα γιατί; Γιατί έρχοντας από την Πέρα Χώρα-
γιατί στο Τώρα φτάνοντας φερμένοι από το Τώρα
εκουβαλήσαμε μαζί και το καλάθι όπου
τα όνειρα εκρύβαμε και τις χαρές του Ανθρώπου.
Α΄
Γιατί ποτέ δεν μπήκαμε στις πόρτες που για να 'μπεις
από χρυσάφι έπρεπε κι όχι από φως να λάμπεις.
Γιατί στων κάμπων της ψυχής τα ολόφωτα τα πλάτια
αντίς καλύβες χτίσαμε μ' αίμα κι ιδρώ παλάτια.
Β'
Πανίσχυρο, απροσκύνητο, απαρακάλεστο όμως
μας άρπαξ' ένα σίδερο-μας ετσακίστη ο ώμος-
κι αλυσωμένους, θύματα παράκαιρα και πράα
μέσα εδώ μας πέταξε κι έκλεισε την αμπάρα.
Ποτέ μας δε λυγίσαμε-δε σκύψαμε-δεν κλαίμε-
κι αν τούτα με παράπονο τα λόγια απόψε λέμε
μας τα εθύμισε η γιορτή Αυτής που θα μπορούσε
μόνη απ' όλους λευτεριά-ζωή να μας δωρούσε.
Ε'
Τα δεκαέξι έκλεισε' τα χίλια να γιορτάσει
κι ο λόγος απ' το στόμα μας στ' αυτί Της κι ας μη φτάσει.
Τα δεκαέξι έκλεισε' πάνε δεκάξι χρόνια
‘πό τη βραδιά που έμοιαζε πως θα κρατούσ' αιώνια.
Από την ώρα που στα δυο το σκότος εχωρίστη
κι ολόφωτη από μέσα του επρόβαλε η Καλλίστη.
Από την ώρα που έκθαμβη εμέριασε η Πλάση
ένα μωράκι ομορφιά γεμάτο να περάσει.
Α'
Και τι να ‘ης χαρίσουμε σήμερα που γιορτάζει;
Τη γλυκοπόθητη νυχτιά; Με κείνην μας κοιτάζει.
Τα ροζ κοχύλια του βυθού; Μ' εκείνα μας μιλάει.
Τους κάμπους τους ανθόσπαρτους; Με κείνους μας πονάει.
Και τι να Της χαρίσουμε; Του Έρωτα τη μέθη;
Με κείνην για πετρούλα Της το πάθος μας αλέθει.
Του τραγουδιού το χάρισμα; Εκείνη το χαρίζει.
Το δίκοπο του Έρωτα; Με κείνο μας ξεσκίζει.
Β'
Και τι να Της χαρίσουμε; Τα ευωδιαστά τα ρόδα;
Πριν απ' αυτά γλυκάνθιζεν η Όμορφη κι ευώδα.
Μαργαριτάρια; Δυο σειρές το στόμα Της στολίζουν.
Κρινάκια και γαρύφαλλα; Στα χέρια Της ανθίζουν.
Ε'
Και τι να Της χαρίσουμε; Τα μάγια του Απρίλη;
Καταφωτούν και λάμπουνε πάνω στα δυο Της χείλη.
Το Απαλό το Κύρτωμα; Τις Προαιώνιες Μνήμες;
Λίκνο τους οι Απαλόχυτες, οι Αλάθητές Της Κνήμες...
Δ'
Και τι να Της χαρίσουμε; Το χάδι που ζαλίζει;
Μες στα χεράκια Της τα δυο το θρέφει-το κοιμίζει.
Ή το φιλί που δίχως του ο Έρωτας πεθαίνει;
Τ’ ωριογουρμάζει μέσα Της κι εκείν' όλο γλυκαίνει.
Ε'
Και τι να Της χαρίσουμε; Μη το κρουστό το ρόδι;
Το κουβαλεί στον κόρφο Της-το σεργιανάει στο πόδι.
Μήπως το φως της ροδαυγής; Το κόκκινο της δύσης;
Το προσωπάκι Της σα δεις τα δυο θα τ' αντικρίσεις.
Α'
Μη τ' αραχνόφαντο; Και μη το φεγγοφτερωμένο;
Το κάθε δαχτυλάκι Της μ' εκείνα ε'ιναι φτιαγμένο.
Β'
Του ρυακιού μουρμούρισμα; Κελάδημα πηγούλας;
Η χάρη της μελένιας Της λάμπει σ' αυτά φωνούλας.
Γ'
Τι να χαρίσουμε λοιπόν στη φίλη μας τη Ντόρα;
Τι να χαρίσουμε σ' Αυτήν που όλα κρατεί τα δώρα;
Δ'
Α! Τι να Της χαρίσουμε που ό,τι το χέρι δίνει
Εκείνη μας το χάρισε και το 'ξουσιάζει Εκείνη;
(Σιωπή. Ο φυλακισμένος που βρίσκεται κοντά στο παράθυρο κοιτάζει έξω)
Β'
Γλυκό κι απαλοκοίμητο το μάτι της γαλήνης
νανουρισμένο απ' τη ροή της ξέγνοιαστης της κρήνης
κλείνει' και κείνος μέσα του που ήσυχος κοιμάται
δεν έχει δράκους και θεριά και πίκριες να φοβάται.
Μα η γαλήνη είναι για μας αφτέρωτο πουλάκι
κι η κρήνη από τα σπλάχνα της πικρό ξερνάει φαρμάκι.
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε που κοιμισμένοι ακόμα
το ίδιο ανελέητο μας καταπίνει στόμα…
Γ'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Στρώμα μας η λαχτάρα
και προσκεφάλι μας σκληρό του "όχι" μας η κατάρα;
Δ'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Κουβέρτα μας η λύπη
και τα όνειρά μας άνανθοι και ξεραμένοι κήποι.
Α'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς να μας ταράζει
ο φόβος που και ύπνο μας και ξύπνο μας ρημάζει;
Ε'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς ελπίδα ότι
τ' αυριανό γλυκύτερο θα ' ναι το καταπότι;
Τα πάθη μας ακοίμητα και πάντοτε μεγάλα.
Και πρώτα: πριν απ' τη φωτιά και πριν από το γάλα.
Και μέσα τους ακοίμιστοι κι εμείς και διψασμένοι
για μιαν ανάπαυσης στιγμή -μιαν ώρα ησυχασμένη.
Μόνη ξεκούραση για μας η σκέψη μιας κοπέλλας
που δένει τις ελπίδες μας στο φιόγκο μιας κορδέλλας.
Η σκέψη της που σήμερα των δώρων της των θείων
τη γλύκα κλείνει μες σε μια τουρτίτσα γενεθλίων.
Αυτής που ό,τι ακουμπάει με γλύκα το ποτίζει
κι εκείνο μ' άνθη του Έρωτα και της Χαράς ανθίζει.
Αυτής που ό,τι εστόλισε με τ' απαλό Της βλέμμα
Ωραίο τόσο γίνεται που μοιάζει να 'ναι ψέμα.
Αυτής που μέσα στη σιωπή νότα ειν' ευδαιμονίας
και ακριβή στο θόρυβο ανάπαυλα ησυχίας.
Που 'ναι λιμάνι απάνεμο για πλοίο τσακισμένο-
σωτήριο φως κι αγλάισμα για τον ναυαγισμένο.
Αυτής που μύρια ποιήματα μ' ένα Της γέλιο γράφει'
Αυτής που τη σβελτάδα Της επήρε το ελάφι΄
Αυτής που μόνο επειδή έχει στον κόσμο υπάρξει
της Πλάσης έχει η ασχημιά σε ομορφάδα αλλάξει.
Γ'
Την είδα που περπάταγε ανάμεσα στα πλήθη.
Αρνάκι Αυτή και γύρω Της οι πεινασμένοι λύκοι.
Δ'
Την είδα που πλενότανε. Θάμπωνε την αυγούλα.
Ζώναν πουλιά τα πόδια Της κι αστέρια τη μεσούλα.
Α'
Κοίτη θερμή το στέρνο Της σε βαθουλό ποτάμι.
Το μύρο του δε χύνεται ούθε ήθελε να κάμει:
δύο ζαχαροκάμωτες οχτιές το κλείνουν στέρια
κι ήλιοι εκεί ποτίζονται και ξεδιψούν αστέρια.
Β'
Κρυστάλλινες κι ολόφωτες στήλες τα ποδαράκια
κι άλλοτε δυο αεικίνητα μικρούλια ζαρκαδάκια
με άλλα μέτρα τον μικρό τον κόσμο τον μετράνε-
σαν περπατούν χορεύουνε και στο χορό πετάνε.
Ε'
Τα μαγουλάκια ολάνθιστοι-ολόδροσοι ροδώνες
για μία θέση πάνω τους τ' άνθη κινούν αγώνες-
κι όλα νικούν και χαίρονται για τη μεγάλη νίκη
κι ολόκληρη η ήττα στον στρατό της ασχημιάς ανήκει.
Α'
Κάμπος ειν' η κοιλίτσα Της κι ο αφαλός λιμνούλα.
Και μέσα στην αβύθιστη του πόθου τη βαρκούλα
εμείς οι πολυδίψαστοι που δε βολεί να πιούμε
κι ας το πολυγυρεύουμε κι ας το πολυποθούμε.
Β'
Και όσες λίμνες και νερό να βρίσκαμε άλλες κι άλλο
το δίψασμά μας θα 'τανε σαν τώρα ίδια μεγάλο-
γιατί η λίμνούλα μόνο αυτή και τα δικά της πλούτη
ταιριάζουνε στη δίψα μας κι η δίψα μας σε τούτη.
Μα ούτε πως υπάρχουμε η χάρη Της δεν ξέρει
γι αυτό το βήμα Της εδώ ποτέ δε θα Τη φέρει.
Αγκάθια και ξερόχορτα φράζουν το μονοπάτι
και δεν υποψιάζεται το λατρεμένο μάτι.
Α΄
Και τα μαλλιά μεταξωτοί χείμαρροι που θροϊζουν
σαν μες στ' αυτιά Της μυστικό κάτι να ψιθυρίζουν.
Και ξεχωρίζουν δυο μικρές λεξούλες 'και ακούμε:
"σας αγαπούμε!" κι απαντά η ηχώ:"σας αγαπούμε!"
Β'
Ω! Τι γλυκά που σμίγουνε αγάπη με αγάπη...
τ' αυτιά με τα μαλλάκια Της, χειλάκι με χειλάκι...
Το χέρι με το χέρι Της..,στήθος με τ' άλλο στήθος...
Ζευγαρωτά πώς πάνω Της πλαντούν αγάπες πλήθος...
Ε'
Ανέσωστα τα θάματα' πολλές οι ομορφιές Της.
Κι απ' όλες ομορφότερες οι χάρες οι κρυφές Της
που δεν τις βλέπει άστρου φως ουτ' ήλιος και φεγγάρι
κι όπου περνά ούτε φαίνονται κι ούτε αφήνουν χνάρι.
Γ'
Ανέσωστα τα θάματα του ασύγκριτού Της κάλλους.
Αλλά τι θάματα ειν' αυτά που 'χουνε φκιάσει σκλάβους;
Γιατί ναι, σκλάβοι είμαστ' εμείς, αιχμάλωτοι, ναι, δούλοι,
με μια σκλαβιά πρωτόειδωτη, βαθιά ως το μαδούλι.
Δ΄
Με κίνημα ένα του ενός μικρού Της του δαχτύλου
μας σφεντονίζει στης χαράς τους κόσμους-τόσο αψήλου
και μ' άλλο ένα Της στης γης τον πόνο μας βουλιάζει
με το τσακάλι του Χαμού επάνω μας να ουρλιάζει.
Ε'
Α! Ο πιο μεγάλος έρωτας δε βλέπει παρά μόνο
απ' το μεγάλο το δεντρί ένα μικρούλι κλώνο.
Απάνω του γαντζώνεται-και πίνει τους χυμούς του
και των ριζών το πέλαγο ούτε το βάζει ο νους του.
Α'
Άλλοι αγαπήσαν το φιλί-τα χείλη αγαπούμε.
Β'
Άλλοι το μάτι αγάπησαν-μεις τη ματιά αγαπούμε.
Γ'
Άλλοι τα λόγια τα γλυκά-μεις τη φωνή αγαπούμε.
Δ'
Άλλοι τα χείλη' α! εμείς όλα Της τ' αγαπούμε.
Α'
Κι αν μας ρωτήσουνε γιατί-γιατί Την αγαπούμε
δεν ξέρουμε-απάντηση δεν έχουμε να πούμε.
Ε'
Και ποιος γιατί γεννήθηκε ξέρει-γιατί πεθαίνει;
Και ποιος καρπός ξέρει γιατί πάνω στο δέντρο δένει;
Γ'
Καρδούλα της καρδούλας μας, ψυχίτσα της ψυχής μας
ας έφτανε τουλάχιστο κοντά Σου η φωνή μας.
Τα τείχη ας επέφτανε τ' αποψινό το βράδυ
κι ως μες στ' αυτί σου ας έφτανε των λόγων μας το χάδι.
Κι αχ! μες στο ανεμόδαρμα του πόθου μας να σβηούσες
απόψε μόνο' κι αύριο, αν σε βολεί, ας ξεχνούσες'
κι αχ! μέσα στο ποτάμι μας τ' ορμητικό και τ' άγριο
απόψε να χανόσουνα-κι ας μη θυμάσαι αύριο.
Β'
Πέντε αλήτες εδώ δα, πέντε φυλακισμένοι
μ' όληνε τη λαχτάρα τους σε Σένα χαρισμένη.
Δ'
Μας καίει-μας πνίγει-μας πονά το άδοτο φιλί μας'
έλα Καλή μας-πρόφτασε-λάμψε στη φυλακή μας.
Ε'
Α! Ποια ευλογιά, ποιο μάγεμα-ποια μοίρα Τη μοιραίνει
και κάθε μέρα πιο πολύ-α-πιο πολύ ομορφαίνει;
Με κυματάφρι και φωτιά γλύπτη ποιανού τα χέρια
σκαλίσανε του κόρφου Της τα ολάσπρα περιστέρια;
Α'
Ευωδιαστή ποια λυγαριά εντός της έχει δέσει
κι έτσι λυγιέται και κουνά κι απαλοσειέται η μέση;
Σε ξωτικών ποιων μελισσών το μαγεμένο μέλι
βαφτίζει κάθε λόγου της-κάθε ματιάς τα βέλη;
Β'
Ποια ροδαυγούλα τυχερή τα χείλια Της φιλάει
και κείνα ροδοφέγγουνε κι η αυγή γλυκομεθάει;
Δ'
Η πρωινή πώς μπόρεσε και χώρεσε δροσούλα
μέσα στα τόσα κάλλη Της και τη δική της βούλα;
Γ'
Σε ποιους εμπήκε ανθαγρούς-ποιο ανθένιο περιβόλι
και πήρε από τ' άνθη του τη μυρωδιά τους όλη;
Και πόσες να προστρέξανε ανατριχίλες τάχα
μια της τριχούλα των μαλλιών να δέσουνε μονάχα:
Δ'
Ποιος τόσες έχει πάνω Της χάρες γλυκές ξεχύσει
και ποιος την τέτοια δύναμη έχει σ’ αυτές χαρίσει
που όταν γελά να χαίρεται του σύμπαντος κάθε άκρη
και να λυπάται σα φανεί στα μάτια Της το δάκρυ;
Ε'
Ποια μουσικούλα ν' άκουσε γλυκιά ,κι όπως εκείνη
μπορεί της έρημης ψυχής τους πόνους ν' απαλύνει,
έτσι κι από το στόμα Της ένα γλυκό λογάκι
φτάνει να διώξει μιας ζωής ολόκληρης φαρμάκι;
Γ'
Καρπός ποιος στης φωνούλας της την παιχνιδιάρα μήτρα
εμπόλιασε τη δύναμη για ρίζωμα, για φύτρα,
και όταν παιχνιδιάρικα μιλεί δεντρί ανθίζει
και της ψυχής μας το κενό με τ' άνθη του γεμίζει;
Δ'
Με ποιο θολό σκοτείνιασμα και πίκρας ποια πελάγη
προικίσανε το αθώο Της παράπονο ποιοι μάγοι
που όταν διαμαρτύρεται ήρεμα και θλιμμένα
μοιάζουν του κόσμου οι χαρές πουλάκια πεθαμένα;
Α'
Ποιες αύρες το βελούδινο το δέρμα Της χαδέψαν
και με φρεσκάδα το 'ντυσαν και με δροσιά το στέψαν;
Τεχνίτης ποιος κατέχοντας της Ομορφιάς ποιο νόμο
τον απαλόχυτο έπλασε και στρογγυλό Της ώμο;
Ε'
Μέσα σε κάποιου πρωινού το παγωμένο χνώτο
ποια δαχτυλίδια επάλεψαν και ποιο εβγήκε πρώτο
και γέρας ποιο κραδαίνοντας και δείχνοντας ποια ζέση
τη λατρευτή γλυκόσφιξε κι ανέγγιχτή Της μέση;
Β'
Αιώνες πόσοι υπομονής και τέχνης ποιας η γνώση
έχουνε τη σοφία τους ολόκληρη αναλώσει
και ποιαν ιδέα είχανε για πρότυπο εξαισία
για να σκαρώσουν των σεπτών γλουτών την πανδαισία;
Γ'
Ποιας αμμουδιάς η ερημιά σαν παίρνει και βραδιάζει-
ποιας βουνοράχης το δριμύ και σουβλερό αγιάζι
της απουσίας Της έχουνε τις ώρες σημαδέψει
και η ψυχή ’ρημώνεται σα βγει Αυτή απ' τη σκέψη;
Δ'
Και αχτιδούλες ποιου φωτός-κι ηλιού ποιες θυγατέρες,
κι από κρυφές τριαντάφυλλα και ρόδινες ποιες σέρες
ζυμώθηκαν και πλάστηκαν από ποιου Μάη αγέρι
κι αιθέρια είναι δάχτυλα τώρα σε κάθε χέρι;..
Β'
Στέκει ο χειμώνας άπορος κι η λύπη τον κυκλώνει
όταν θα έρθει ο καιρός στη γη να ρίξει χιόνι:
με όσο πείσμα, όσο βαθιά στη μνήμη του κι αν ψάχει
γέροντας είναι και ξεχνά τι χρώμα πρέπει να ’χει.
‘Τότε στο δώμα της μικρής χιλιόμορφης πηγαίνει
όταν Εκείνη το άρωμα του ύπνου ανασαίνει
κι ενώ με το 'να χέρι του τα γένια του κρατάει
με τ' άλλο του τα στήθη της γυμνώνει και κοιτάει.
Το άσπρο τους τ' ανήλιαγο κι άγουρο τον ζαλίζει
και του χιονιού το άσπιλο το χρώμα του θυμίζει'
και ρίχνει χιόνι και γελούν και χαίρονται οι ανθρώποι
χωρίς να ξέρουν πού χρωστούν αυτό το φωτροκόπι.
Και μείς που ξέρουμε, και μείς, που 'μαστ' η ίδια η γνώση
το μάτι μας την άφατην ασπράδα δε θα νιώσει'
και μεις που κι η ιδέα του μονάχα μάς στυλώνει
μόνο το κρύο και την ερμιά θα πάρουμε απ' το χιόνι.
Γ'
Κι η Άνοιξη όταν πρόκειται στης γης ναρθεί τα μέρη
παίρνει ένα καλαθόπλεχτο γιγάντινο πανέρι
και βάζει εντός του τους καρπούς που θα 'μπουν μες στο χώμα-
που μέσα τους αγέννητο πλαντάζει κάθε χρώμα-,
κι ένα πρωί το ακριβό πανέρι της το βάζει
στο παραθύρι όταν Αυτή χτενίζεται κι αλλάζει.
Κι οι σπόροι λιώνουν, και μεθούν, και καίγονται, και σβηούνε
τα μάγια και τα θάματα τα μάτια τους σα δούνε.
Κι ελπίζοντας το χέρι της μια μέρα να τα κόψει
ανθούν παντού τα λούλουδα κι η γης αλλάζει όψη.
Κι-ας ειν' καλά-η Άνοιξη καμώνεται δικό της
πως είναι το ξεφάντωμα που χαίρει η ανθρωπότης.
Δ'
Και το φθινόπωρο αν πεις, όλα απ' Αυτήν τα παίρνει.
Η πλάση το κεφάλι της αν λυπημένα γέρνει
το κάνει γιατ' η Όμορφη έγειρε το δικό της
ώστε το δάκρυ να μη δουν τ' άστρα στο πρόσωπό Της.
Κι αν του φθινόπωρου η βροχή θλίψη στη γη σκορπίζει
είναι που με το δάκρυ Της τον πόνο της καρπίζει…
Κι όταν τα δέντρα γυμνωθούν-τα φύλλα όταν ρίξουν
είναι που θέλουνε κι αυτά τον πόνο τους να δείξουν.
Και χύνει δάκρυα η Όμορφη καυτά γιατί νομίζει
πως στης αγάπης τα νερά μονάχη αρμενίζει'
και την αλήθεια ενώ εμείς ξέρουμε να Της πούμε
να μας ακούσει δεν μπορεί όσο κι αν Της μιλούμε.
Ε'
Θυμάμαι όταν την κράταγε στα χέρια του το Θέρος.
Φωλίτσα στα μαλλάκια Της είχε σκαρώσει ο Έρως.
Το φουστανάκι στο καυτό το σώμα μια κολλούσε
και μία, πλαταγίζοντας, ’δρωμένο, σπαρταρούσε.
Ωραία που εφάνταζε γεμάτη καλοκαίρι…
Δεμάτι το κορμάκι Της και δρέπανο το χέρι.
Τα ρόδινα χειλάκια Της ρυάκια ξεραμένα
και τα λυτά μαλλάκια Της αστάχια μεστωμένα.
Τα ποδαράκια Της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες΄
τα μπράτσα ολοξέσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες
κι ο κόρφος Της-α ο κόρφος Της! δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις πρωινές κρυφές δροσοσταλίτσες.
Να Την αγγίσω επόθησα μες απ' το παρεθύρι
και άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το λιοπύρι'
και μπρος στο κάμα που άναβε στο σώμα μου η θωριά Της
του ηλιού ήταν το κάψιμο δροσόλουτρο και μπάτης.
Α'
Χαμένο να Τηνε κρατεί μια μέρα είδα το δείλι.
Της Νύχτας φαίνονταν μακριά η ζοφερή της Πύλη
κι Αυτή λουσμένη με του ηλιού τις τελευταίες αχτίδες
της οικουμένης κένταγε τις αυριανές ελπίδες.
Κι άνοιγε τα χεράκια Της διάπλατα στον αγέρα
και πρόβαλαν τα στήθη Της πι' όμορφ' από τη μέρα.
Και στα ουράνια εσήκωνε τα μάτια Της τα σπάνια
κι από τη ζήλεια καίγονταν ραχούλες και ρουμάνια.
Κι έτσι πλατιά κι έτσι βαθιά κι έτσι αγνή και πλέρια
του Πρώτου Πόθου εφάνταζε του Σκοτεινού ιέρεια-
του Πόθου κόσμους που γεννά και κόσμους που αφανίζει-
του ίδιου που τη σάρκα μας πυρώνει και φλογίζει.
Ύστερα απαλαφήνοντας πάνω στο χώμα πάλι
όσα προστρέξανε να μπουν στην ποθητή αγκάλη
τα χάδευε-τους έλεγε: "συχάστε, είμαι μαζί σας…"
τα χάδευε-τους έλεγε¨συχάστε,είμαι δική σας…".
Β'
Και τ' αψεγάδιαστο είδαμε κορμάκι το λαφίσιο
μια νύχτα που λουζόντανε στο φως το φεγγαρίσιο.
Νεράιδες στέκαν δεξιά, Νύμφες αριστερά Της
και πλέναν με τα μύρα τους τα κάλλη τα κρυφά της.
Και πετσετούλα ο ουρανός μ' αστέρια στολισμένη
να Τη σκεπάσει έτσι Υγρή κι Ωραία περιμένει.
Γ'
Α! Και μι' αχτίδα να 'μουνα του φεγγαριού ασημένια
κι αυτή τη νύχτα ν' άγγιζα τα χείλια τα μελένια!..
Β'
Κι όταν μονάχη έμεινε μες στης Νυχτιάς το Στόμα
εξάπλωσε κατάχαμα στης γης το μέγα στρώμα.
Και να! Δαιμόνια αόρατα και τριχωτά Τη ζώνουν-
και να! τα χέρια τους τ' αδρά στ' άσπρο κορμάκι απλώνουν.
Και να! Ριγεί το θείο κορμί.. δονείται.. πάλλει.. σφύζει..
και το κεφάλι ξέπνοο στο πλάι να! γυρίζει.
Και να! Τα μάτια κλείνουνε...χλωμαίνουνε τα χείλη…
και να στην άλυπη φωτιά το γέννημα του Απρίλη.
Ω! Μυστικό προσκάλεσμα! Ω! Κρύφια ανατριχίλα!
Συθέμελο ξερίζωμα και φλόγισμα ως τα φύλλα!
Πανάρχαιο αντιφέγγισμα στου Κόσμου τον Καθρέφτη!
Κραυγή του που σ' απύθμενο, σκότιο πηγάδι πέφτει!
Κραυγή Ανθρώπινη! κραυγή που λέει στ' άστρα: "υπάρχω!"
Σοκάκι κοσμοπλήμμυρο στης μοναξιάς το βράχο!
Κρίκε που σπάζεις τις βαριές τις άλυσες του Τώρα
και που χαρίζεις του Αεί τ' αχάλαστα τα δώρα!
(Οι φυλακισμένοι λέγοντας τα παρακάτω αποκοιμιούνται)
Α'
Α! αι να ήμουν εν' αστέρι
στον ουρανό που 'χε στο χέρι!
Β'
Α! Και να ήμουν λίγο μαύρο
μέσα στο μάτι Της το λάβρο!
Γ'
Α! αι να ήνουνα εν' άνθος
στο μενεξένιο Της το πάθος!
Δ'
Α! αι στου στήθους Της το κάστρο
το βραδινό του να 'μουν άστρο!
Ε'
Α! αι να ήμουνα μια φλόγα
στην πυρκαγιά που καίει τη ρόγα!
(τα φώτα σβήνουν και ξανανάβουν. Μπαίνει το Μαυρόπουλο)
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Ένας απ' τους αρίθμητους γιους είμαι της Αλήθειας
της μιας και της αιώνιας, της άφθαρτης Αλήθειας,
φτιαγμένης απ' τα ψέματα που 'ναι γεμάτη η πλάση-
ψματα που στην πλάση της αυτή έχει μοιράσει.
Κάθε της γιο κι αδέρφι μου το έχει ορμηνέψει
που ένα ψέμα να μπορεί σωστά να διαφεντέψει
ώστε αυτή αδιάφθορη να μένει πάνω απ' όλα
και μόνο να 'χει να σκορπά νάματα φεγγοβόλα.
Εμένα του Μαυρόπουλου ο κλήρος μου ’χει ορίσει
το μονοπάτι που οδηγεί απ' τ' Όνειρο στη Ζήση.
Τ’ ανάμεσό τους σύνορο είναι δικό μου χτήμα
κι ουτ' ένα δεν επάτησε μέσα του ξένο βήμα.
Μον' αν κανένα όνειρο θέλει στη ζήση να 'βγει
το πάω με της φτερούγες μου στης ζήσης το κονταύγι'
κι αν μια ζωή μες στ' όνειρο θελήσει να βυθίσει
ταχύ το μαύρο μου φτερό θα τηνε κουβαλήσει.
Κ ι αν ειν' η ζήση μια σκλαβιά, τ' Όνειρο πιο μεγάλη'
κι αν είναι τ' Όνειρο σκλαβιά, η ζήση πιο μεγάλη
κι όποιος απ' όπου βρίσκεται θελήσει αλλού να πάει
δε θα προφταίνει βάσανα και πίκρες να μετράει.
Μα εγώ σα δω την πεθυμιά, τα δυο φτερά μου απλώνω
και τα δυο μέγα ψέματα με τάχος γεφυρώνω.
Το σώμα παίρνω επάνω μου, τον κρύο αγέρα σκίζω
κι απ' το 'να το βασίλειο στο άλλο το γκρεμίζω.
Κι αγύριστα κι ατέρμονα μένει εκεί κι αιώνια.
Γι αυτόν δεν έχει αστερισμό και δε μετράνε χρόνια.
Και κλαίει και οδύρεται για κείνο που δε βρήκε
ή-ποιος το ξέρει-ίσως να κλαίει για κείνο που αφήκε.
Φορές περνώντας κάποτε μετά 'πο τη δουλειά μου
στέκομαι λίγο για να δω τα έργα τα παλιά μου'
όπως αυτούς εδώ-αυτούς τους πέντε λιμασμένους
που νύχτα πάντα όπως περνώ τους βρίσκω κοιμισμένους.
(Δυνατά-οι φυλακισμένοι ένας ένας ξυπνάνε)
Ξυπνήστε αποβράσματα! Ορθοί κορμιά χαμένα!
Ορθοί σταθείτε μια φορά! Ορθοί σκυλιά δαρμένα!
Ορθοί ανάξια πλάσματα! Γενιά καταραμένη!
Ορθοί σ' όσους που δώσατε αγώνες νικημένοι!
Ορθοί κλαψιάρηδες! Ορθοί βρώμικοι κουρελήδες!
Ορθοί του θάρρους οι εχθροί! Ορθοί δειλιάς μπεκρήδες!
Ορθοί εσείς ακούραστα της θλίψης τυλιγάδια!
Ορθοί απύθμενα, ξερά της πεθυμιάς πηγάδια!
Ορθοί ελπιδανέλπιστοι! Ορθοί παραδαρμένοι!
Ορθοί αναποφάσιστοι, άψυχοι, πεθαμένοι!
Ορθοί που ολομίσητοι θέτε ν' αγαπηθείτε!
Ορθοί π' ούτε στα πόδια σας μπορείτε να σταθείτε!
Ορθοί που θέλετ' έρωτα κορμιά σακατεμένα!
Ορθοί που θέλετ' έρωτα σακιά σεις αδειασμένα!
Ορθοί ανήμπορα κορμιά βαριάρρωστου σακάτη!
Ορθοί που περιμένετε σε σας ναρθεί 'αγάπη.
Ορθοί! Που επιστέψατε ότι εδώ θα βρείτε
την ευτυχία-στο κάστρο της πως μέσα θε' να μπείτε!
Ορθοί…που στο μικρούλι του σας παίζει δαχτυλάκι
ένα γελοίο, πρόστυχο, χαμένο κοριτσάκι.
(στα τελευταία λόγια του Μαυρόπουλου οι φυλακισμένοι ταράζονται. Ο Γ' φυλακισμένος πιάνεται από δυο κάγκελα και κοιτάζοντας προς το Μαυρόπουλο τα τραντάζει. Δυνατά)
Γ'
Άκουσ' εδώ βρωμόπουλο...το στόμα σου να κλείσεις…
(μικρή παύση' σιγανά)
Γι Αυτήνε άλληνε φορά έτσι να μη μιλήσεις.
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Γιατί; Σαν ποιο αντίβαρο στο λόγο μου θα εμέτρα;
Να μου πετάξεις δόλιε μου δεν έχεις ούτε πέτρα.
Β' (κατευναστικά)
Πουλί, μη συνερίζεσαι αν κάποιος μας θυμώνει.
Είμαστε μόνοι μας εδώ κι η απελπισιά μας ζώνει.
Και μένει οκνό το σώμα μας κι ο νους μας δε 'λαφραίνει
κι όντας η θλίψη περισσή ο λόγος μας βαραίνει.
Ελπίδα μέσα στη σιωπή μόνη μας συ απομένεις.
Συ που αγέρα λεύτερο, καθάριον ανασαίνεις.
Ο λόγος σου σαν βάλσαμο κάθε πληγή μας κλείνει
σα μας μιλάς-συχώρα με-σα μας μιλάς για Κείνη.
Συχώρα πέντε αγιάτρευτους-πέντε ξεμωραμένους
απ' όλους καταφρόνετους-απ' όλους ξεχασμένους.
Συχώρα τους που θέλουνε μέσα στην καταιγίδα
ν' ακούσουν ένα μήνυμα που δίνει μιαν ελπίδα.
Συχώρα που όταν έρχεσαι για Κείνην σου μιλάμε
και ό,τι ξέρεις να μας πεις νέο Της σου ζητάμε.
Συχώρα τη μονάξα μας που θέλει παρηγόρια
και φέρτηνε στο λόγο σου απ' το θυμό σου χώρια.
Και πες μας αν δεν παίρνουμε από τη δουλειά σου χρόνο
τα λόγια που θα σβήνανε τον τόσο μας τον πόνο:
Την είδες στο ταξίδι σου; Μην έξω πια δε βγαίνει;
Γιατί δεν τηνε βλέπουμε; Μη κάτι Της συμβαίνει;
Έχει τρεις μέρες να φανεί. Μην παίρνει άλλο δρόμο;
Μόνο μια σκέψη σαν αυτή κάνει διπλό τον τρόμο.
Χωρίς Της πώς θα κάνουμε που δίχως τη θωριά Της
η νύχτα όλα επάνω μας θα στείλει τα θεριά της;
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Παλιόσκυλο, παλιάλογο, ασχημομούρη, πλάνε,
τα όμορφα τα λόγια σου σε μένα δε μετράνε.
Κι αν θα σας πω τα νέα της είναι που αυτά θα φέρουν
διπλόν καημό στα στήθια σας που κιόλας υποφέρουν.
Φεύγει η καλή σας' αύριο κιόλας μετακομίζει.
Αγέρας κρύος κι άρμενος απόψε την κοιμίζει.
Για μια πατρίδα τα πανιά τ' ανοίγει αύριο άλλη
(γελάει)
την ευτυχία γυρεύοντας και κείνη τη μεγάλη.
Αύριο...Και να...επέρασα για να σας το προφτάσω-
καιρό-καιρό θέλω κι εγώ λιγάκι να γελάσω…
(μικρή παύση)
Α! Τους καημένους…δε μιλούν... βουβάθηκαν... σιωπούνε..
Α! Τους καημένους, τίποτα δε βρίσκουνε να πούνε.
Ε'
Αγαπημένο μας πουλί-ξέρω-μας κοροϊδεύεις
Το 'πες και συ πρωτύτερα-θέλεις να μας παιδεύεις.
Θες να χαρείς-το 'πες κι εσύ-να παίξεις θες μαζί μας
γι αυτό και με τα ψέματα πικραίνεις την ψυχή μας.
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Είναι φορές που θα 'θελα κι εγώ να ψεματίσω
και με το ψέμα για κρασί θα 'θελα να μεθύσω.
Μα είναι αδύνατο για με-κι αν το ποθούσ' ακόμα
ψέμα ποτέ δε θα 'βγαινε απ' το πικρό μου στόμα.
Κι όταν η μέθη δω εσάς πού έχει οδηγήσει
όχι-δε θα 'θελα ποτέ όπως αυτό μεθύσι…
Πέντε βρωμιάρηδες εδώ-πέντε κορμιά χαμένα-
παράδειγμ' άλλο από σας δε θέλω εγώ κανένα.
Λοιπόν αλήθεια σας μιλώ. Φεύγει και σας αφήνει.
Κι αν έτσι κι η ελπίδα σας η τελευταία σβήνει
εγώ ουτ' είχα τίποτα, ουτ' έχασα… Μα τώρα
θα με σχωρέσετε θαρρώ. Περνά γοργά η ώρα.
Φεύγω. Αργός δε στέκομαι όπως εσείς. Δουλεύω.
Κι αν απ' τις τόσες μου δουλειές χρόνο λιγάκι κλέβω
και σας να βλέπω έρχομαι, είναι που όταν φύγω
μες σε βαρύτερον καημό και πόνο σας τυλίγω.
Γεια σας. Και κλάψετε. Κι εγώ με τον δικό σας θρήνο
δάκρυα όχι λύπησης παρά χαράς θα χύνω.
Έτσ' η Αλήθεια η άσφαλτη να κάνω έχει θελήσει
κι είναι σωστό κείνο που αυτή μονάχα έχει ορίσει.
(το Μαυρόπουλο βγαίνει. Ενώ λέγονται τα παρακάτω, τα φώτα αλλάζουν θέσεις ακανόνιστα, οι φυλακισμένοι παραπαίουν και τέλος τα φώτα σβήνουν)
Α' Όχι, δεν ετοιμάζεται να πάει σ' άλλους τόπους.
Β' Κοντά μας θα 'ρθει.
Γ' Μας ποθεί.
Δ΄
Μας αγαπά.
Ε ΄
Μας θέλει.
Α'
Ο πόθος μας, αβάσταχτος, με βία την αρπάζει…
Β'
…και τηνε φέρνει εδώ…
Γ'
…εδώ…
Δ'
…κοντά μας θα τη φέρει…
Α' Κοντά μας…
Β' …ο αβάσταχτος...
Γ' …ο πόθος…
Δ΄… θα τη φέρει...
(τα φώτα ανάβουν στο δωμάτιο της Ντόρας. Η Ντόρα ξυπνάει και σηκώνεται συνεπαρμένη.
Χρόνος: πρωί της 16 Μάη 1991)
ΝΤΟΡΑ
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές αγαπημένες…
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές μου λυπημένες…
Μη χάνεστε-μη σβήνετε-μην κρύβεστε-μην πάτε…
Μη στα παλιά σας τ' άφωτα μέρη ξαναγυρνάτε…
Σταθείτε' μη μ' αφήνετε στον κόσμο αυτόν μονάχη'
ειν' η ζωή βαθύς γκρεμός και κάτω άγριοι βράχοι'
κι ο μόνος δρόμος ειν' αυτός στους ζωντανούς που μένει.
Σταθείτε. Δείτε-δίχως σας είμαι κι εγώ χαμένη.
Σταθείτε, Κι αν δεν ήμουνα όμορφη, έχω γίνει.
Τα λόγια σας τα όμορφα μ' έχουνε ομορφήνει.
Μέσα μου η αγάπη σας ρίζωσε κι έχει ανθίσει-
σταθείτε-σας εγνώρισα-σας έχω αγαπήσει.
Α! Έτσι ωραίες τ' Όνειρο χαρές όταν μας φέρνει
ας μην η ώρα ερχόντανε που τ' Όνειρο μας παίρνει.
Ας μην εχάνονταν ποτέ στου ανύπαρκτου τα πλάτια
ό,τι του πρέπει σε χρυσά να κατοικεί παλάτια.
Σταθείτε-σας σφιχτόκλεινα στο νου μου και στη σκέψη
πριν τα γλυκά τα λόγια σας τ' αυτί μου ακόμα γέψει.
Σταθείτε. Μες στην άχαρη ζωή που ως τώρα ζούσα
εσάς αγαπημένοι μου! εσάς! –εσάς! ζητούσα.
Για σας βαστάω το φιλί και το γλυκό μου χάδι
για σας των δυο μου των ματιών βάθαινα το σκοτάδι
για σας νεράκι της ψυχής πότιζα εγώ το σώμα
για να το βρείτ' έτσι ζεστό κι έτσι δροσάτο ακόμα.
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε: ολ' η φωτιά στα στήθη
και όλα όσων ψάλλατε των αρετών τα πλήθη
για σας τ' απαλοστέριωσα στο τρυφερό κορμί μου΄
για σας η κάθε σκέψη μου κι η έγνοια η πιο κρυφή μου.
Σταθείτε-σαν φαντάσματα μη χάνεστε-μη σβήτε
Ω! Μη αγαπημένοι μου-μη φεύγετε-σταθείτε'
Α! Τον αιώνιο θα 'δινα τον ύπνο στον εαυτό μου
αν ήξερα αιώνιο πως θα 'ταν τ' όνειρό μου.
Μη φεύγετε άστρα λαμπερά του σκοτεινού μου δρόμου:
αν όνειρο σας γέννησε, ήτανε τ' όνειρό μου.
Ζωής κι Ονείρου μια φορά οι στράτες όταν σμίξουν
δένονται και δε γίνεται ποτέ ν' αποξεσμίξουν.
Σταθείτε αγαπημένοι μου-στον κόσμ' όπου αν γυρίσω
έχθρα και κάκια κι απονιά κι αμάχη θ' αντικρύσω.
Σε σας γαλήνη και βαθιά φιλιά κι αγάπη εβρήκα
κι η ποθητή μου θέλω αυτά να 'ναι κι η μόνη προίκα.
Κοιτάτε με όπου βρίσκεστε: αδύναμη... μικρούλα…
φόβο γεμάτ' η τρυφερή, φτωχούλα μου καρδούλα…
Πού πάτε; Πού μ' αφήνετε; Και πώς να πολεμήσω
που 'χω μπροστά μου τον γκρεμό κι έχω το ρέμα πίσω..
Πώς με φυσέκια τη λεπτή μεσούλα μου να ζώσω…
Πολέμου πώς στα χέρια μου σημαία να σηκώσω…
Ο κόσμος ζούγκλα γύρω μου κι εγώ μικρό αρνάκι'
με ζώνουν άγρια τέρατα, λύκοι, θεριά και δράκοι.
Στον πύργο της ειρήνης σας, στου πόνου σας τον κάμπο
ένα μικρούλι ανοίξετε πορτάκι του για να 'μπω'
με τα κορμιά σας το μικρό κορμάκι μου σεις ζώστε
κι απ' του χαμού τη συφορά καλοί μου, να με σώστε.
Ένα τεράστιο η Πλάση μας χρυσόμαυρο καβούρι
που κουβαλεί ολοσκότεινο στη ράχη του κιβούρι
κι όποιον δεν τρέχει, η φοβερή δαγκάνα τον αρπάζει
και μές στο άλυπο κουτί για πάντα τονε βάζει.
Και μένα τα ποδάκια μου κουκλίστικα παιχνίδια'
Και μένα τα χεράκια μου δέντρου χλωρού στολίδια'
και το κορμί μου νιόφυτο βλαστάρι-και το στόμα
του έρωτα το φίλημα δεν τό 'γεψεν ακόμα.
κι όλα σε σας-ψυχή, καρδιά, σώμα-σε σας χαρίζω:
δικά σας όλα-τίποτα δικό μου δεν ορίζω.
Η ύπαρξή μου, ό,τ' ειν' αυτή, ολόκληρη ειν' δική σας-
πάρτε με αγαπημένοι μου-α!-πάρτε με μαζί σας!
Κ ι απ' την πικρή σας φυλακή χρυσή βαρκούλα φκιάνω
και σε γαλήνιας θάλασσας την απλωσιά τη βάνω
και μέσα της γνωρίζουμε κι εσείς κι εγώ και κείνη
την ακατάλυτη χαρά και τη φαιδρή γαλήνη.
Σταθείτε. Μες στο στήθος μου δε φτάνει να σας κλείνω
μέσα σας θέλει να κλειστεί και να χαρεί κι εκείνο.
Δίχως αγάπη άχρωμη, νεκρή θαν' η ζωή μου΄
κοντά σας ατελείωτο το φωτεινό πρωί μου.
Α! Το κακό Μαυρόπουλο καλοί μου μην τ' ακούτε,
Μέσα στα μάτια αυτό ποτέ δε με κοιτάζει, κι ούτε
ποτέ κοντά μου ετόλμησε για λίγο να πετάξει-
να κελαδήσει δεν μπορεί, μόνο μπορεί να κράξει.
Δεν έφυγα. Δεν έλειψα. Εδώ 'μαι. Περιμένω.
Και το μεγάλο μυστικό καλά κρατώ κρυμμένο.
Σε σας, σε σας, μόνο σε σας το χέρι εγώ θ' απλώσω
κι ό,τι κρατώ απλόχερα κι ακράτηγα θα δώσω.
Αν είναι ψέμα τ' Όνειρο κι ειν' η Ζωή αλήθεια
τότε μεγάλη κουβαλώ μία ψευτιά στα στήθια'
κι αν είναι ψέμα η ζωή και τ' όνειρο μαχαίρι
τότε κοιτάτε με: ειμ' εγώ σφαγμένο περιστέρι.
Πλάση μου-Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως με πόθο κλείνει
το πεφταστέρι ο ουρανός κι εκείνο εντός του σβήνει
έτσι και μένα θα 'θελα ένας πόθος να με κλείσει
κι έτσι κι εμέ το λαμπερό τ' αστέρι μου να σβήσει.
Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ. Μα όπως χελιδόνι
μονάχο του αν εξέμεινε πεινάει και κρυώνει
έτσι αν εδώ μ' αφήσουνε κρύο κι εγώ θα νιώθω
για της γλυκιάς της ζέστας τους λιγώνοντας τον πόθο.
Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως κλαδί ελάτου
γοργά στη φλόγα καίγεται και στάχτη αφήνει κάτου
μες στης φωτιάς τους θέλω εγώ να πέσω την αγκάλη
και στάχτη εκεί να γίνουνε τα παιδικά μου κάλλη.
Κι ως ανεβαίνει ο καπνός να βρει το συννεφάκι
κι ως ανεβαίν' η προσευχή που κάνει το παιδάκι
έτσι κι εγώ να βγω ζητώ έξω απ' αυτή την Πλάση
και στης ατέλειωτης χαράς να πάω το γιορτάσι.
Να 'ρθώ εκεί που ειστ' εσείς γλυκά χλωμά μου ταίρια
τα χέρια σας να κλείσουνε σφιχτά τα δυο μου χέρια
και 'γω κλαδάκι και χορδή, σεις φλόγα και δοξάρι
να ξεπεράσουμε του ηλιού και του βιολιού τη χάρη.
Το περιστέρι-πάρτε με!-ψάχνει τ' αβρό του ταίρι'
η κοίτη το ποτάμι της' το άδραγμα το χέρι'
τ' άνθος ποθεί να μυριστεί' το δέντρο να καρπίσει'
η αυγή τη νύχτα τη βαθιά ζητάει ν' αχνοφωτίσει.
Kι αν εζητήσατε από με μονάχα ένα βλέμμα
δική σας δίνω την καρδιά και της ψυχής το αίμα.
Kι αν τον ανθό ενός φιλιού ποθείτε από μένα
και κλάδοι του και ρίζες του σε σας-να!-χαρισμένα.
Κι αν τη μορφή μου από μακριά ζητούσατε να δείτε
στα χέρια σας κοιτάξετε κι εκεί θα τηνε βρείτε΄
το τραγουδάκι που 'πατε ήρθε ως εμέ, με παίρνει
κι ανάφλογη στην ακριβή αγκάλη σας με φέρνει.
Κι είμαι γλυκιά και ποθητή κι η ομορφιά μου θάλλει
κι απ' όση δίνω εγώ σε σας πιότερη νιώθω ζάλη.
Πάρτε με στο τραγούδι σας-πάρτε με στην ψυχή σας'
όπου και να 'στε πάρτε με-α!-πάρτε με μαζί σας!
(μπαίνει η μητέρα της Ντόρας. Έχει ακούσει τα τελευταία της λόγια)
ΜΗΤΕΡΑ
Κόρη μου άκουσα καλά; Τι λες; Ποιος να σε πάρει;
Ακόμα ουτ' ένα δώρο της η νιότη σου δε 'χάρη.
Ή μη δεν άκουσα καλά; Μην ύπνος με κατέχει
και σε ονείρων φαντασιές ο νους μου ακόμα τρέχει;
ΝΤΟΡΑ
Βέβαια κι άκουσες καλά' μα 'χεις κακά 'ξηγήσει.
Για τα καλά κι αγύριστα τ' όνειρο σ' έχει αφήσει.
Μόνο ξεχνάς πως στήνουμε θέατρο στο σχολείο
κι ότι εγώ όχι ένανε, μα ρόλους έχω δύο.
Λοιπόν νωρίς εξύπνησα και άρχισα να λέω
στα ίδια λόγια ψάχνοντας νόημα να δώσω νέο.
ΜΗΤΕΡΑ
Με τρόμαξες. Μα γρήγορα. Βιάσου. Περνά η ώρα.
Παράτησε την πρόβα σου κορούλα μου για τώρα.
Όλα στα έχω έτοιμα. Πλύσου, χτενίσου, ντύσου
κι έλα να φας το πρωινό που καρτερεί φαί σου.
(Βγαίνει η Μητέρα'. Μπαίνει το Μαυρόπουλο χωρίς να το δει η Ντόρα και κρύβεται πίσω από την κουρτίνα)
ΝΤΟΡΑ
Αλήθεια. Όλα έτοιμα. Κι όλα σ' αυτούς με πάνε.
Τον κύκλο τον ατέλεστο να κλείσω μου ζητάνε.
Τι 'τανε τάχα η ζωή προτού να νιώσω ακόμα;
Μια νύχτα που μου σκέπαζε μάτια κι αυτιά και στόμα.
Και τι αφότου ένιωσα; Μια παγωμένη μέρα
μ' απάντητα ρωτήματα να γέμουν τον αέρα.
Μ' εμπόδαγε το ρώτημα το μέγα ν' ανασάνω:
γιατί φανερωθήκαμε στης γης τη φλούδα πάνω-
γιατί απ' το φως κι απ' το νερό κι απ' τ' αγεριού το πνέμα
πλάστηκα εγώ ,ένα μικρό δοχείο γεμάτο μ' αίμα;
Κ ι απάντηση δεν έβρισκα ίσα μ' αυτό το βράδυ
που των μελένιων λόγων τους με άγγιξε το χάδι.
Που της σκλαβιάς τους της βαριάς τα αιμάτινα σημάδια
την ύπαρξή μου γέμισαν που ως τώρα ήταν άδεια΄
που του ονείρου τα φτερά με φέρανε κοντά τους
και γνώρισα τον πόνο τους και είδα τα δεσμά τους.
Που η λύπη τους με άγγιξε-με τύλιξε-με ντύνει
καθώς σεντόνι τον νεκρό στην κρύα πάνω κλίνη.
Κι απάντηση δεν έβρισκα ώσπου είδα τη μορφή τους.
Ώσπου άκουσα την άψυχη, αδύναμη φωνή τους.
Ώσπου την κρύφια φρίκη τους δική μου έκαμα φρίκη
κι ακονισμένο τη φορώ μαχαίρι δίχως θήκη.
Και μέσα τους κοιτάζοντας σαν σε καθρέφτη μαύρο
τον εαυτό μου μέσα 'κεί κλεισμένο έμελλε να 'βρω.
Κι ενώ δεσμά τούς δένουνε αυτούς ατσαλωμένα
μια λευτεριά παράταιρη στεφάνωσεν εμένα.
Για πρώτη τότε μου φορά είδα τον εαυτό μου.
Για πρώτη τότε μου φορά είδα το πρόσωπό μου.
Είδα ποια ειν' η πρωτινή ουσία η κρυφή μου
κι εννόησα το χρέος μου ποιο είναι το βαρύ μου.
Να φεύγει ειδ' από μέσα μου κάθε μου φόβος κι έγνοια
να σβει κάθε μου μέριμνα μικρή και τιποτένια.
Και δένοντας τον πόνο τους στο δάχτυλό μου βέρα
μες στης αγάπης ένιωσα να χάνωμαι τη σφαίρα.
Και το κουτί το μυστικό, το μυριοκλειδωμένο
μονάχο του μου χάρισε ό,τ' είχε φυλαγμένο.
Κι ούτε μεγάλη να γινώ περίμενε ήρθε- τώρα!
Α! Της αγάπης η φωτιά δε λογαριάζει ώρα.
Κι ούτε βαρύ κι αβάσταγο το χάρισμά της μοιάζει.
Σαν πουπουλάκι ειν' αλαφρύ κι όλα τα βάρη σκιάζει.
Κι ούτε καημούς δίνει ποτέ-μόνο χαρά χαρίζει
κι ούτε ποτέ 'χει τελειωμό μα πάντοτε αρχίζει.
Σαν ένα αιώνιο πρωινό μοιάζει και σαν δεντράκι
που κάθε τόσο ξεπετάει το πρώτο πάντ' ανθάκι'
και σαν το που στο πρώτο τους σμίξιμο δίνουν χάδι
και φίλημα, οι εραστές, κρυμμένοι στο σκοτάδι.
Και πήρα την απάντηση στο μέγα 'ρώτημά μου
Το μέγα που δε γνώριζα γνώρισα μάθημά μου'
έμαθα: εγεννήθηκα για να γινώ Αγάπη
και μέσα της τ' ανθρώπινα όλα να πνίξω πάθη.
Έμαθα: αν πάνω εδώ στη γη θα 'ρθει κανείς να ζήσει
είναι γιατί ν' αγαπηθεί χρωστάει και ν' αγαπήσει,
έτσι που ον πάνω στη γη μην απομείνει ουτ' ένα
που της Αγάπης ναν' γι αυτό τα μύρια δώρα ξένα.
Κι ουτ' ειν' η Αγάπη χίμαιρα και φαντασίας γέννα'
Υπάρχει. Ολοζώντανη έλαμψε μπρος σε μένα.
Εκείνη τώρα με κρατεί και μ' οδηγεί το βήμα'
μ' αυτήν παρέα του δρόμου μου θα κόψω εγώ το νήμα.
Υπάρχει και το γνώρισα το σύννεφο τ' ολάσπρο-
το αλαφρό σαν άνεμο-το σίγουρο σαν κάστρο,
που αποξεχνιέται μέσα του τού Κόσμου όποια λύπη-
που η χαρά η ακριβή ποτέ δεν του απολείπει.
Υπάρχει το χαρούμενο ξέγνοιαστο πανηγύρι
που φώτα βλέπει λαμπερά όπου το μάτι γείρει.
Υπάρχει το αμύριστο τα’ ανθί, το φαντασμένο'
υπάρχει τ' απερίγραφτο-τ' αγγελοζηλεμένο.
Υπάρχει τ' άναρχο δεντρί που πάνω του η ψυχή μου
σαν αηδονάκι χαρωπό φωλιάζει' που δική μου
νιώθω την κάθε ρίζα του, την κάθε ακροκορφή του'
που όπως νυφούλα χαρωπή με σκέπουν οι ανθοί του.
Την ένιωσα-την έμαθα-την έζησα-τη βρήκα
τηνε κατέχω όση κρατεί -όση έχει η Αγάπη γλύκα.
Στα τρυφερά με σήκωσε χέρια τα δυνατά της
κι όλα τα μάγια μου 'μαθε κι όλα τα μυστικά της.
Κι α! Στης Αγάπης τα γερά, μοσχοπλεγμένα έπη
θέση δεν έχει μέσα τους ποτέ κανένα "πρέπει".
Στον μαγεμένο μύλο της που τ' άσχημα όλα κόβει,
λιώνουνε, σβηούνται, χάνονται του κόσμου όλοι οι φόβοι.
Κι είμαι μαζί Αγάπη εγώ κι είμαι κι Αγαπημένη'
κι είμαι μαζί λαχτάρα εγώ και σάρκα πυρωμένη.
Ζωή μου, σκέψη και ψυχή τ' Όνειρο τούτο θα 'ναι-
άλλα μαντέματα για με καθόλου δεν μετράνε.
Με τη δική του θα μιλώ φωνή κι η προσευχή μου
θαν' η 'φροσύνη που αυτό χάρισε στην ψυχή μου.
Κάθε μου κίνηση απλή θα καθρεφτίζει εκείνο
που μέσα στη δοσμένη μου σ' αυτό τη σκέψη κλείνω.
Αχώριστα θα μένουνε για μένανε δεμένες
οι πέντε που εγνώρισα μορφές οι αγαπημένες.
Για πάντα μέσα τους θα ζω καθώς εντός μου εκείνοι.
Δική μου κάθε ανάσα τους ανάσα θε' να γίνει.
Για κείνους που αγάπησα και μ' έχουν αγαπήσει-
γι αυτούς που ετούτο το κορμί βαθιά έχουν ποθήσει-
για να βρεθώ στο πλάι τους το δρόμο εγώ θα-ν-έβρω
ψάχνοντας μ' όση δύναμη κι όσο κι αν έχω νεύρο.
Δικό τους είμαι γέννημα-νους και ψυχή και σώμα'
το νου βάζω προσκέφαλο και την ψυχή για στρώμα
κι αγκάλιασμα θα γέψουμε σε τέτια πα' στρωσίδια
που από τη ζήλια τους να σκουν ακόμα και τα φίδια.
Γιατί όπως σε μια πάλλευκη που νύχτα καίει λαμπάδα
η φλόγα δίνει όλο το φως κι όλη την ομορφάδα
έτσι και όμορφο ποτέ όποιο κορμί δε θα 'ναι
αν της Αγάπης οι γλυκές φωτιές δεν το φωτάνε.
Και τώρα ξέρω κι άλλονε δεν έχω να ρωτάω:
αφού αγαπιέμαι και αφού ίδια κι εγώ αγαπάω
ειμ' όμορφη' τοσ' όμορφη που δεν μπορεί-τι κρίμα
να ζωγραφίσει ούτ’ αυτός που 'γραψε αυτό το ποίημα.
Κι αφού στο σώμα με κρατά η Αγάπη το ζεστό της'
κι αφού τρυγώ τη θέρμη της-βυζαίνω απ' το μαστό της,
την ομορφιά κατέχω εγώ που σ' όλα κάλλος δίνει'
γιατ' η Αγάπη μοναχά μπορεί να ομορφήνει.
Και να 'μαι αγαπημένοι μου, γοργά κοντά σας φτάνω.
Έρχομαι. 'Αλλο τίποτα δεν έχω για να κάνω.
Έρχομαι στο τραγούδι σας...φτάνω στη φυλακή σας…
όπου κι αν είσαστ' έρχομαι και μένω πια μαζί σας.
(μπαίνει η Μητέρα)
ΜΗΤΕΡΑ
Ωραία τα 'πες κόρη μου. Μα έλα πια. Θ' αργήσεις.
Το μεσημέρι σα θα 'ρθεις μπορείς να συνεχίσεις.
(βγαίνει η Μητέρα)
ΝΤΟΡΑ
Όχι. Δε μένει τίποτα για με να συνεχίσω.
Για να τελειώσω τίποτα δεν έχω, μα ν' αρχίσω.
(βγαίνει η Ντόρα' εμφανίζεται το Μαυρόπουλο παραμερίζοντας την κουρτίνα)
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Μη χολοσκάζεις άδικα μικρό μου κοριτσάκι.
Για μένα ό,τι εζήτησες ειν' ένα παιχνιδάκι.
Έτσι τα μαύρα μου φτερά που γρήγορα πετάνε
απ' το σχολειό σου σα θα 'ρθεις έτοιμα όλα θα 'ναι.
(απευθύνεται στους θεατές)
Μη ζείτε μέσα στ' όνειρο κι εσείς; Έχετε βάλει
τη σκέψη αυτή στ΄ ανθρώπινο μικρό σας το κεφάλι;
Μήπως και σεις στου Όνειρου τη φυλακή κλεισμένοι
σκεφτόσαστε πώς θα 'τανε να 'στε λευτερωμένοι;
Μήπως οι πέντε όπως αυτοί κάτι άφταστο ζητάτε
και μαυροπικραινόσαστε που δεν το αποχτάτε;
Στη φυλακή μήπως κι εσείς του Ονείρου μέσα ζείτε
και για χαμένα ή άβρετα μήπως κι εσείς θρηνείτε;
Μήπως κι εσείς νομίζετε πως ειν' ο χώρος λίγος
που μέσα του βρεθήκατε να μένετε και μήπως
και σεις πως κάτι θ' άλλαζε πιστεύετε αν γινόταν
η φυλακή ως τα πέρατα του κόσμου ν' απλωνόταν;
Ή μη κι εσείς όπως αυτή η…νόστιμη μικρούλα
ενώ είστε μέσα στης Ζωής τη μέση ή μιαν ακρούλα
θέλετε μέσα στου Όνειρου το σύνορο να μπείτε
την ευτυχία προσμένοντας ότι εκεί θα βρείτε;
Μήπως κι εσάς η ζήση σας τρομαχτική φαντάζει;
μήπως με τα θηρία της τ' άγρια σας τρομάζει;
Μη και για σας μια ταραχή σας έχει η Ζήση γίνει
και στου Ονείρου θέλετε να μπείτε τη γαλήνη;
Όποιο από τα ψέματα διαλέξετε τα δύο
εγώ με δεξιότητα τα δυο φτερά μου σείω
και παρευθύς σας κουβαλώ κει που 'χετε διαλέξει-
μονάχ' από το στόμα σας ν' ακούσω μία λέξη.
Ω! Άνθρωποι κακόμοιροι! Ω! Ψέματα ψεμάτων!
Ω! Κυνηγοί ανύπαρκτοι φασμάτων ανυπάρκτων!
Ω! Σεις του Χώρου παίγνια! Του Πάθους εικασίες!
Της αϋπνίας του Μηδενός οι νύχτιες φαντασίες!
Όχι πως ό,τι και να πω τη γνώμη σας θ' αλλάξω
μα τούτο θέλω σ' όλους σας απόψε να φωνάξω:
Ό,τι σας είπα τώρα δα και ό,τι πω ακόμα
ένας που λέγεται ποιητής μου το 'βαλε στο στόμα.
Τίποτα πα' στο τίποτα και ψέμα πα' στο ψέμα
και ζυμωμένο ας το ’χουνε με της ψυχής τους το αίμα,
να οι ποιητές τι δίνουνε-το μόνο που μπορούνε
είναι ότι δεν ξέρουνε τίποτα να ειπούνε.
Κιι αν στέκω τώρα εγώ εδώ κι εσείς απέναντί μου
σαν λίμνες απ' τις ψεύτικες εκείνες της ερήμου,
κάτι αν είναι σίγουρο, είναι αυτό το κάτι
πως δεν υπάρχει να μας δει εμάς κανένα μάτι.
Ψεύτικα όλα-σεις, εγώ, τα φώτα, η σκηνή μας,
δοσμένα με το ψεύτικο τετράχορδο της ρίμας.
Α! και τον γόνιμο Φαλλό του Ψέματος του πρώτου
θα 'βλεπε αν εκοίταζε καθένας στο μυαλό του.
Αλλ' αρκετά εμίλησα έξω απ' το πρόγραμμά μου.
Είναι καιρός να μαζευτώ να δω και τη δουλειά μου.
Γιατί αν τώρα ειμ' εδώ, έχω δουλειά να κάνω'
λοιπόν μολύβι και χαρτί και ώρα να μη χάνω.
(βγάζει μολύβι και χαρτί και λέγοντας τα παρακάτω μετράει, γράφει, υπολογίζει)
Ας δούμε...χώρος φυλακής τέσσερα επί τρία.
Δεν είναι λίγο' μάλιστα θα έχει ευρυχωρία.
(χτυπάει το πάτωμα)
Οι τρύπες για τα κάγκελα δε θα μας δυσκολέψουν…
διακόσα δέκα είναι καλά.. και μάλλον θα περσέψουν.
(δείχνει πάνω από την πόρτα)
Εκεί ένα παράθυρο-και χαμηλό λιγάκι
ώστε να βλέπει από κει έξω το κοριτσάκι…
(γελάει)
κι όση περσεύει από κει να βγαίνει ευτυχία
μη το καημένο το παιδί και πάθει ασφυξία…
Α! Διασκεδάζω ευτυχώς με τούτη τη δουλίτσα
όταν τυχαίνει προ παντός να κουβαλώ κορίτσα-
τόσο πολύ 'ναι σίγουρα ότι θα ευτυχήσουν
και τόσο αργούν πως έκαναν λάθος να εννοήσουν…
Ας είναι. Πρέπει να βιαστώ .Θα πρέπει να περάσω
απ' το παζάρι τα υλικά που θέλω ν' αγοράσω.
Κι αμέσως ύστερ' απ' αυτό να στείλω τους εργάτες-
δε βρίσκει σήμερα κανείς τόσο καλούς πελάτες…
(βγαίνει)
ΑΥΛΑΙΑ
Οι μεν ιππήων στρότον
οι δε πέσδων οι δε νάων
φαις’ επί γαν μέλαιναν
έμμεναι κάλλιστον
εγώ δε κην' όττω τις έρραται.
ΣΑΠΦΩ
Θεοίς μεν ήδη παρημελήμεθα
χάρις δ΄αφ' ημών ολομένων
θαυμάζεται' τι ουν ετ' αν
σαίνοιμεν ολέθριον μόρον;
(ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ)
πρόσωπα του έργου:
Α' φυλακισμένος
Β' φυλακισμένος
Γ' φυλακισμένος
Δ' φυλακισμένος
Ε' φυλακισμένος
Ντόρα
Μητέρα της Ντόρας
Μαυρόπουλο
Χρόνος: απροσδιόριστος, αλλά οπωσδήποτε πριν από τις 15 Μάη του 1975.
Τόπος: φυλακή που μοιάζει μ' ένα μεγάλο σκοτεινό κλουβί, και το δωμάτιο της Ντόρας.
Δίπλα στο πίσω μέρος της φυλακής υψώνεται ένας ψηλός τοίχος μ' ένα μικρό άνοιγμα από όπου μπαίνει και το λιγοστό φως που φωτίζει τη φυλακή.
Το αριστερό μισό της σκηνής όπως κοιτάζουν οι θεατές, είναι άφωτο όταν ανοίγει η αυλαία.
Α' Φυλακισμένος
Τι νέα το μαυρόπουλο πάλι μας έχει φέρει!
Β' φυλακισμένος
Α! Σαν κοντά μας έρχεται πάντα κρατεί μαχαίρι...
Γ' φυλακισμένος
Α! Το φαρμάκι εφόρτωσε στα μαύρα τα φτερά του
και το 'φερε και τ' άφησε και το 'σπειρε 'δω κάτου.
Α'
Τι συφορά που έπεσε σ' όλης της γης τους τόπους!..
Τι δυστυχιά είναι αυτή που βρήκε τους ανθρώπους!..
Ε' φυλακισμένος
Τι 'ναι αυτή 'καταστροφή...τ' ειν' ο χαμός ετούτος...
Πώς έτσι φτώχυναν αυτοί που τόσο είχαν πλούτος...
Α'
Να πάρει τίποτ' από μας η δυστυχιά δε θα 'βρει-
μέσα στην τόση νύχτα μας μια νύχτα ακόμα μαύρη.
Όμως αυτοί 'ναι άμαθοι και πώς θα συνηθίσουν-
και πώς θα γίνει άχαροι κι απέλπιδοι να ζήσουν...
Γ'
Στ' αργαστηριού της του κρυφού που ως τώρα ήταν άδειες
γιατί όλες της εσύναξε η Κυρά τις ομορφάδες;
Γιατί τα βράδια τα γλυκά-τη μέρα έχει παρμένη
κι ένα νεκρόκερο φωτά τώρα την οικουμένη;
Δ' φυλακισμένος
Γιατί απ' το δέντρο του Έρωτα όλα έκοψε τα μήλα;
Γιατί έκλεψε το μούρμουρο απ' της ιτιάς τα φύλλα;
Β' Γιατί επήρε τ' όνειρο και θάνατ' ο ύπνος μοιάζει
και πήρε το τραγούδι τους και η μιλιά τρομάζει;
Γ'
Ετούτη η νύχτα η άχαρη κι η άμορφη κι η κρύα
που άλλη νύχτα όμοια της δεν έγινε καμία
πόσον καιρό-πόσες νυχτιές και δάκρυα θα κρατήσει;
πότε το χάος που άνοιξε η νύχτ' αυτή θα κλείσει;
Α'
Α! Οι κακόμοιροι αυτοί, ποια έχει ορίσει μοίρα
τόσ' άσχημα τα μάτια τους να βλέπουν εναγύρα;
Α! Που τυφλοί να ήτανε τύχη θα τους φαινόνταν-
στο σκότος τότε τ' άβλεπο τ' Άσχημο θα κρυβόνταν.
Β'
Σωπάστ' έτσι άμετρα καθώς τους έχει ξεγυμνώσει
κάποιο αντίδωρο η Κυρά θα έχει να τους δώσει.
Λόγο εμείς δεν έχουμε' ας πάψουμε-ας σιωπούμε'
η Ομορφιά εργάζεται...σωπάσετε...θα δούμε...
Δ'
Γιατί από το ψηλότερο το ράφι η Ποθοδέτρα
τα σπάνια εκατέβασε κι αλάθητά της μέτρα;
Γιατί σιμά της έφερε τ' αμίλητα βιβλία
που όληνε κλειούνε μέσα τους του κάλλους τη σοφία;
Β'
Γιατί τ΄ουράνιου τόξου τους επήρε κάθε χρώμα
κι ολοφωτάει μυριόχρωμο το μέγα της το δώμα;
Γ'
Γιατί το σκότος τ' άμετρο τ' άδραξε και το στύβει
κι όλη τη γλύκα παίρνει του και τη φωτιά που κρύβει;
Ε'
Γιατί απ' το κύμα τον αφρό παίρνει τον πελαγίσιο;
Γιατί τον κρουσταλλένιο τους αέρα τον βουνίσιο;
Β'
Γιατί μες σε φωτόπλεχτο τ' άστρα κρατεί κανάτι;
Δ'
Γιατί μια δύση του ηλιού στα χέρια έχει φλογάτη;
Ε'
Τι πελεκάει παράμερα κι απόμερα τι ξαίνει;
Δ'
Του μαγικού της αργαλειού η σαίτα τι να υφαίνει;
Γ'
Γιατί τις πόρτες έκλεισε του αργαστηριού της όλες
με ρόδα, με γαρύφαλλα, με γιασεμιά, με βιόλες;
Β'
Α! Όση θλίψη έχουμε τύχη να 'ρχόταν τόση...
Α'
Α! δεν μπορεί, κάτι καλό η Άμωμη θα δώσει.
Σωπάστε. Δεν εσβύσαμε...περμένουμε...πονούμε..
κάτι καλό...κάτι καλό...σωπαίνετε...θα δούμε...
Γ'
Όση κι αν βάλει μαστοριά κι όσους κι αν κάνει κόπους
κι ό,τι κι αν δώσει η χάρη Της θα 'ναι για τους ανθρώπους.
Εμείς κάτι απέλπιδες φωνές ακούμε μόνο
και κάτι βόγγους μακρινούς που 'ναι γεμάτοι πόνο.
Αυτό το στενοσόκακο η φυλακή που βλέπει
για πάτωμα έχει τη σιωπή και την ερμιά για σκέπη.
Φως και τραγούδι και χαρά δεν είδαμε ποτέ μας'
μόνο σκοτάδι γύρω μας και θλίψη πάνωθέ μας.
(σιωπή)
Β'
Τίποτα δεν ακούγεται' ήχος, βοή, καμία.
Μόνο τα λόγια μας χαλούν την τέτοιαν ερημία.
Α'
Σαν να κοιμάται η χάρη Της.
Γ'
Ή σαν να συλλογάται.
Δ'
Α! Και κοιμάμενη Αυτή, ξυπνή για μας λογάται.
Ε'
Σάμπως το μάκρος να μετρά του χρόνου που απομένει.
Α'
Ή σάμπως να κουράστηκε και λίγο ξαποσταίνει.
Ε'
Κάτι μπορεί να σκέφτεται.
Β΄
Ή κάτι να θαυμάζει.
Δ'
Ή στα βιβλία της τα σοφά σκυμμένη να διαβάζει.
Α'
Α! Η Κυρά! Α! Η Ρήγισσα! Καλοψυχιά έχει τόση!
Για όλα τούτα τ' άσχημα κάτι καλό θα δώσει.
Κάτι καλό! Κάτι καλό! Κάτι όμορφο να πούμε;
Κάτι καλό! Σωπαίνετε…σωπαίνετε...θα δούμε…
(Τα φώτα σβήνουν και ανάβουν στο αριστερό για τους θεατές μέρος της σκηνής.
Τόπος: κρεβατοκάμαρα της Ντόρας.
Χρόνος:15 Μάη του 1991,βράδυ.
Το πάρτι των γενεθλίων της Ντόρας έχει τελειώσει, οι καλεσμένοι έχουν φύγει και η Ντόρα κουβεντιάζει με τη μητέρα της ενώ ετοιμάζεται να κοιμηθεί.)
ΝΤΟΡΑ
Μάννα μου είμαι όμορφη; Συ που μπορείς να κρίνεις
το ρώτημά μου απάντητο αυτό μη μου τ' αφήνεις.
Πολλά κι αν ρώταγα μικρή και για πολλά απορούσα
με τα παιχνίδια, τις χαρές, την απορία ξεχνούσα.
Μα η κοπελίτσα η μικρή μικρή δεν έχει μείνει-
μανούλα το 'πες σήμερα-γυναίκα έχω γίνει.
Μεγάλωσα μανούλα μου΄κοίτα-η αγκαλιά σου
δε με χωρά' σε ξεπερνώ σα θα σταθώ σιμά σου.
Πες μου μανούλα, ειμ' όμορφη; Θέλω να ξέρω, πες μου.
Γιατί σωπαίνεις; Σκέφτεσαι μήπως τις αταξές μου
και μου εθύμωσες; Εμπρός! Κάθισ' εδώ κοντά μου
και τα καλά θυμήσου μου και ξέχνα τ' άσχημά μου.
ΜΗΤΕΡΑ
Ποια είναι τ' άσχημα μαθές; Εγώ δεν ξέρω ουτ' ένα.
ΝΤΟΡΑ
Ξέρω, το πιο μου άσχημο καλό είναι για σένα.
γιατί καλλίτερη από σε μάννα δεν είναι άλλη-
γιατί καρδιά καμία τους δεν έχει έτσι μεγάλη.
Συ μάννα με μεγάλωσες και να, είμαι δεκάξι'
φτερά έχω κάνει μάννα μου και πια έχω πετάξει.
Σαν σήμερα γεννήθηκα και γιόρτασες μαζί μου
κι εσύ έλαμπες περισσότερο μάννα από τη γιορτή μου.
Κι είπες μανούλα μου μικρή πως πια έπαψα να 'μαι
κι είπες-να, πάλι θα το πω, βλέπεις πώς το θυμάμαι;-
πως από δω και ύστερα γυναίκα έχω γίνει
σαν κάθε κοριτσόπουλο που τα δεκάξι κλείνει.
Μα ποια γυναίκα όμορφη σαν είναι δεν το ξέρει;
Να! Εγώ! Δεν ξέρω μάννα μου τι μου 'χ' η μοίρα φέρει.
Μπρος στον καθρέφτη στέκομαι κι ώρες πολλές κοιτιέμαι
μα όπως όταν άρχισα πάλι μετά ρωτιέμαι.
Είμαι αλήθεια όμορφη; Μανούλα μου τ' αγόρια
με βλέπουνε κατάματα. Με πιάνει στενοχώρια
και όταν κάτι να μου πουν θελήσουν, εγώ τρέχω
γιατί αν με κρίνουν άσχημη μάννα μου δεν τ' αντέχω.
Μάννα μου στο σχολείο μου, στο παίξιμο, στην τάξη
κάτι καινούργιο έμαθα που όλην μ' έχει αλλάξει.
Υπάρχει λένε μια χαρά, που αγάπη τ' όνομά της
και που όλα είναι όμορφα κι όλα γλυκά κοντά της.
Και λεν ακόμη μάννα μου πως δεν πηγαίνει τάχα
παρά μανούλα μου-ακούς:-στις όμορφες μονάχα.
Πες μου μανούλα ειμ' όμορφη; πες μου, κι εγώ θα νιώσω
αυτό που ας μην το γνώρισα το λαχταράω τόσο;
Όσοι στον δρόμο που περνώ τυχαίνει να περνούνε
μάννα μου το κεφάλι τους γυρίζουν να με δούνε.
Δεν ξέρω πώς να φέρομαι σαν έτσι με κοιτάζουν
γιατί δεν ξέρω μάννα μου-λυπούνται ή θαυμάζουν;
Μάννα το χέρι μου άσπρισε' το δέρμα του βελούδι'
Τι απ' τα δυο είμαι μάννα μου; Αγκάθι είμαι; Λουλούδι;
Το πόδι μου το κόκκαλο μάννα μου εσαρκώθη
και, μάννα, η καρδούλα μου κάτι καινούργιο νιώθει.
Μάννα ετούτο το κορμί δεν είναι το κορμί μου.
Τα στήθη μου μεγάλωσαν-χαρά μου και ντροπή μου
αδρό τ' αχείλι έγινε που απαλά σ' εφίλα
και βλέπω μες στα μάτια μου όταν κοιτώ, μαυρίλα.
Μάννα μου ο καθρέφτης μου απόκριση δε δίνει-
αυτή που βλέπω μέσα του, μάννα ρωτάει κι εκείνη.
Ντρέπομαι άλλον από σε κανέναν να ρωτήσω'
πες μου μανούλα, δεν μπορώ μονάχη ν΄ απαντήσω.
ΜΗΤΕΡΑ
Καλή μου ποιος σου έβαλε τα λόγια αυτά στο στόμα;
Για της αγάπης τις χαρές είσαι μικρή ακόμα.
Είναι με χίλιες κλειδωνιές κλεισμένο το ντουλάπι
όπου κρυμμένη μέσα του κρατάει την αγάπη.
Πρέπει μεγάλη να γενείς αν θες να δοκιμάσεις
το που εντός του κλει’ βαρύ φορτίο να βαστάσεις.
Μα δε θ' ανοίξω τώρα δα συζήτηση μαζί σου
Πια ειν' αργά. Έλα. Ξάπλωσε. Ησύχασε. Κοιμήσου.
ΝΤΟΡΑ
Μάννα μου, πέρσι, στ' Αη-Γιωργιού το μέγα πανηγύρι
του φτερωτού ενώ κράταγαν χορού ακόμα οι γύροι
εξέκοψα, περπάτησα και πήγα στην Πηγίτσα
που άλλοτε πηγαίναμε με τ' άλλα τα κορίτσα.
Ο ήλιος χρυσοκόκκινες στη γη έστελνε ακτίνες
που ο χειμώνας έκρυβε κι είχα να δω για μήνες.
Η μουσική απ’ το χορό που μόλις ακουγόταν
έμοιαζε κάπου από μακριά-έξω απ' τη γη να 'ρχόταν.
Πέρα, τα όμορφα βουνά που το χωριό μας κλείνουν
μέσα στο βράδυ που 'πεφτε παίρνανε ν' αργοσβύνουν'
ο φίλος μου ετραγούδαγε-το ρυακάκι λέω-
τόσο απαλά, τόσο γλυκά, που μου 'ρχονταν να κλαίω.
Κι ήταν σαν να μην ήμουνα εγώ την ώρα εκείνη'
κι ήταν σαν να 'χα μόνη μου πάνω στη γη απομείνει'
και σαν η Πλάση γύρω μου μόλις να εγεννήθη
όλα τα πριν τα σκέπαζε πανίσχυρη μια λήθη.
Με μια χαρά πρωτόγνωρη για μένα είχε γεμίσει
κι ο λόγγος, και το ρέμα μας κι οι λεύκες του κι η βρύση
και τα κλαδιά του πλάτανου τα γεροροζιασμένα
ήτανε τώρα τρυφερά και νέα σαν εμένα.
Και κει, στα πόδια μου μπροστά, να και πετιέται μάννα
ένα πρασινοκίτρινο φίδι-μια φιδομάνα.
Ένα ματσούκι άρπαξα και να χτυπώ αρχίζω
και το σιχάμενο ερπετό στα πέντε το χωρίζω.
Και το καθένα που 'κοψα κομμάτι εφτερώθη
και πεταλούδα ολόμορφη μπροστά μου εφανερώθη.
Κι ενώ το φίδι μάννα μου μ' είχε κατατρομάξει
ο τρόμος σε μι' ανείπωτη χαρά είχε τώρ' αλλάξει.
Α! Μάννα! Τι χιλιόμορφα μικρά πεταλουδάκια!
Και τι πολύχρωμα, ζωηρά και φωτεινά φτεράκια!-
κι έτσι ανοιχτές από χαρά τις πόρτες του σαν βρήκαν
ολόϊσια στο στήθος μου επέταξαν και μπήκαν.
Και από τότε μάννα μου μέσα μου πεταρίζουν
και, μάννα, την καρδούλα μου εκείνες την ορίζουν:
Μάννα, τα μάγια του βραδιού εκείνου και η γλύκα
μαζί μ' αυτές μες στη μικρή καρδούλα μου εμπήκαν.
Πες μου μανούλα, είναι κακό έτσι που νιώθω τώρα:
Φταίω για μια που έκανα χωρίς να θέλω γνώρα;
ΜΗΤΕΡΑ
Όσο το λούλουδο που ανθεί φταίχτρα κι εσύ παιδί μου.
Αν φταίει τ' αηδόνι που λαλεί, τότε και συ παιδί μου.
Κόρη μου ο που μας έπλασε τα έχει έτσι ορίσει'
έτσι γραμμένα να γινούν τα έχει η κυρα-Φύση.
Μ' άφησε τώρα κόρη μου τον ύπνο να σε πάρει
και να σε παν στην πλάτη τους οι άσπροι του οι γλάροι.
ΝΤΟΡΑ
Όμως μανούλα απάντηση δε μου 'δωσες ακόμα-
έχω όμορφο το πρόσωπο; τα μέλη μου; το σώμα;
ΜΗΤΕΡΑ
Ε πια μανία που σ' έπιασε μ' αυτή την ομορφάδα…
τέτοιαν αλήθεια επιμονή σε σένα δεν ξανάδα.
Σου είπα: τέτοια κόρη μου ρωτήματα μην κάνεις
απ' τον πολύτιμο ύπνο σου ώρα μ' αυτά μη χάνεις,
Πρέπει, γιατ' η ώρα πέρασε, να κοιμηθείς. Το στρώμα
να το ζεστάνεις καρτερεί με το μικρό σου σώμα.
ΝΤΟΡΑ
Αυτό το "πρέπει" μάννα μου για λέξη δε ζυγίζει.
Καυτό να είναι σίδερο μοιάζει, που ό,τι αγγίζει
το τσουρουφλίζει, το πονά, το καίει, το πλακώνει'
πρέπει μαχαίρι μάννα μου να 'ναι και να σκοτώνει.
Ή ένας χτίστης τρομερός που μπρος μας χτίζει τοίχο
που κάθε ευφρόσυν' όραμα μας κρύβει-κάθε ήχο
και άνθη εμείς δε βλέπουμε-τραγούδια δεν ακούμε
και τότε μάννα μου καλή, γιατί...γιατί να ζούμε;
Κάτι φορές στον ύπνο μου το βλέπω αυτό το "πρέπει"
σαν ένα δράκο θεόρατο τον ήλιο που μου σκέπει.
Δράκος κακός με δύναμη μεγάλη στο κορμί του
μα που δεν έχει πρόσωπο μάννα στην κεφαλή του.
Με κάτι νύχια σαν σπαθιά καλοακονισμένα
στέκει μπροστά από τις χαρές που είν' εκεί για μένα
κι όταν κινώ να τις χαρώ μου φράζει αυτός το δρόμο-
κι είμαι μικρή μανούλα μου, και με γεμίζει τρόμο.
Μάννα γιατί δεν κάθονται μια μέρα οι σοφοί μας
να σβήσουν το απαίσιο το "πρέπει" απ' τη ζωή μας;
Τότε να δεις χαρούμενη κι ανέμελη που θα 'μουν...
τι λες-μπορούν μανούλα μου οι σοφοί μας να το κάνουν;
ΜΗΤΕΡΑ
Α! Τι ρωτήματα πολλά για ένα βράδυ μόνο!
Αλήθεια εμεγάλωσες πολύ μες σ' ένα χρόνο.
"Είμαι καλή; Κι ¨είμαι όμορφη;¨ ¨Τ' είναι το πρέπει;"-α-φτάνει-
πολλά ρωτάς κορούλα μου κι αυτό καλό δεν κάνει.
Μία ζωή αρώτητη καλή μου κόρη ζήσε
αν θέλεις πάντα ξέγνοιαστη κι αμέριμνη να είσαι'
και αν κανένας ήξερε πάλι δε θ' απαντήσει-
ειν' η ζωή πολύ μικρή και βιάζεται να ζήσει.
Κοιμήσου τώρα. Μην αργείς. Η νύχτα προχωράει.
Αύριο η μέρα μερτικά δικά της θα ζητάει
και πρέπει ετούτη η όμορφη να σου τα δώσει νύχτα.
Καλή σου νύχτα κόρη μου. Κοιμήσου.
ΝΤΟΡA
Καληνύχτα.
(η μητέρα βγαίνει .Η Ντόρα κοιμάται κι ονειρεύεται. Τα φώτα σβήνουν και ανάβουν τα φώτα του δεξιού μισού της σκηνής. Η φυλακή είναι ίδια όπως πρώτα, μόνο που τώρα ένα ανθοδοχείο βρίσκεται στο πάτωμα, με μέσα του δεκαέξι ωραία κόκκινα τριαντάφυλλα)
Α'
Θυμόσαστε; Κιοτέψαμε. Λέγαμε θα ξεχάσει-
με την ασχήμια συντροφιά η ζωή τους θα περάσει.
Μα όχι-ό,τι τους στέρησε τους το χαρίζει τώρα:
ανάμεσά τους έστειλε το θάμα της: τη Ντόρα.
Β'
Κι απλόχερα η πολύδωρη ό,τι κρατεί τους δίνει.
Ένα πουλάκι επήρε τους και τους χαρίζει σμήνη.
Δάσο τους δίνει αντίς δεντρί, θάλασσ' αντί σταγόνα'
μια μέρα τους εμαύρισε και τους χρυσώνει αιώνα.
Και να το δώρο τ' ακριβό! Να του Έρωτα το άνθος
που σπόρο ακόμα μέσα Του δεν έδεσε το πάθος.
Να η Θεσπέσια Κορασιά! Να 'το το θάμα όπου
η όπου Κόσμου εμορφιά το σχήμα πήρε ανθρώπου.
Γ'
Να του ρυακιού το μούρμουρο που λέγαμε ότι χάθη-
δε 'χάθη, τη φωνούλα Της, το μίλημά Της πλάθει.
Να της αυγής το χάραμα στο ροδομάγουλό Της.
Να το φεγγάρι το χλωμό μες στο παράπονό Της.
Ε'
Να η νύχτα μες στα μάτια Της, η άναρχη γεννήτρα
που όλην κρατεί την Πλάση μας μες στην πλατιά της μήτρα.
Να η νύχτα με τα φάσματα και τις βαριές φοβέρες.
Να η νύχτα μες στα μάτια Της που όλες κρατεί τις μέρες.
Να μες στα μαύρα μάτια Της της θάλασσας τα βύθη
που νεροανεμοδέρνονται των ξωτικών τα πλήθη.
Να μες στα μαύρα μάτια Της το φέγγος των Ερώτων.
Να η τρεμούλα των φιλιών και των χαδιών των πρώτων...
Να μες στα μαύρα μάτια Της το Έαρ των Συμπάντων.
Να μέσα τους το θρόισμα λειμώνων αμαράντων.
Να το Πλατύ, να το Βαθύ, να το Ψηλό και τ' Ώριο'
Να μες στα μαύρα μάτια Της των πόθων το φυτώριο.
Β'
Να των μελένιων Της χειλιών-λύρας χορδές- τ' αυλάκια
που κάνουν να 'ναι μουσική τα πιο κοινά λογάκια.
Να κάθε αυτάκι να μετρά όσο κοχύλια χίλια'
να στόμα που να καίγεται κι η ομορφιά ' π' τη ζήλεια.
Α'
Να στην ανάπνια του κορμιού αιθέριο ένα μύρο
που κάθε άλλο άρωμα μπρος του φαντάζει στείρο.
Να των νερών το φλόγισμα μες στων παρειών τα μήλα
ερωτεμένος ο ήλιος μας τη θάλασσα όταν 'φίλα.
Δ'
Και να του γοργοπέταχτου πουλιού η αλαφράδα.
Και να του χλωροπράσινου βλαστού η τρυφεράδα.
Να 'το το σύκο το γουρμό που στάζει φως και μέλι.
Να λαμπροήλιος το κορμί κι αχτίδες του τα μέλη.
Ε'
Τηνε θυμόμαστε μικρή, κουκλάκια να κρατάει
μ' αυτά να χαριεντίζεται, να παίζει, να γελάει.
Ύστερα κοκκαλιάρικη μικρή δεσποινιδούλα
του πόθου μας αφέντισσα και του καθρέφτη δούλα.
Μπουμπούκι Τηνε βλέπαμε μικρό που μόλις δένει
ολούθε με το πράσινο το χρώμα τυλιγμένη
και "τι", ελέγαμε, "αχ τι…τι θάματα θα δείξει
τα πράσινα τα σέπαλα σαν ο καιρός τ' ανοίξει..."
Και προσμονή την προσμονή και κλάμα μες στο κλάμα
το μπουμπουκάκι έδειξε το κρύφιο του το θάμα.
Και άνοιξε. Κι αρχίσανε να χύνονται τριγύρω
φέγγος, και χάρη, και δροσιά, και φτέρωμα και μύρο.
Β'
Α! Πώς το κάλλος στα σφιχτά του μπουμπουκιού τα φύλλα
έτσι βαθιά κλεινότανε κι άκρατα δεν ξεχείλα
παρά καρτέραε σιωπηλά τη μαγεμένη ώρα
για να ξεχύσει απαλά τ' ατίμητά του δώρα;
Γ'
Κάθε που νέα μια χρονιά τα κάλλη Της στολίζει
σ' αυτή την ανθοδέσμη μας νέο λουλούδι ανθίζει.
Δ'
Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η φυλακή μας.
Δ'
Αφόντας εγεννήθηκε άνθισε η ψυχή μας.
Α'
Κάθε χρονιά και μια γιορτή. Κάθε χρονιά και θάμα.
Και κάθε μια τους κουβαλεί κι άλλο στολίδι αντάμα.
Β'
Και φέτος να τη! Τον καρπό του Έρωτα μας φέρνει'
δεν το 'νε τρώει, δεν τον κρατεί, γελώντας το 'νε σπέρνει.
Α'
Καρπέ γλυκέ πώς στάθηκες κοντά της κι εκρατήθης
και δεν αντρώθης σε δεντρί και πάνω της δε 'χύθης
και δεν τηνε λεηλάτησες-πώς την κρατείς ακόμα
όπως τα δόντια αμάσητη τη ρόγα μες στο στόμα;
Ε'
Μη μας ακούσει ο Έρωτας και στη χρυσή του κλίνη
την πάρει-τίποτα για μας ύστερα δε θα μείνει-
Ό,τι αρπάζει ο Έρωτας καταδικό του το 'χει'
Όχι του άλυπου θεού-του τρομερού όχι-όχι!.
Β'
Πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε άφωτοι του Κόσμου'
πέντε τσουκνίδες στη βραγιά του μυροβόλου δυόσμου.
Ποιος τη δική μας τη φωνή θ' ακούσει τη σβησμένη;
πέντε αλήτες εδώ δα-πέντε φυλακισμένοι...
Ε'
Καθώς γυρνάει απ' το σχολειό, ανέμελα πατάει
τη χλόη, που ζαλίζεται καθώς Τηνε κοιτάει.
Ούτε της χλόης της ταπεινής δεν έχουμε τη χάρη
κάτω απ' των άσπρων Της ποδιών να λιώσουμε τα βάρη.
Γ'
Ούτε της άγριας της ροδιάς οι ανθισμένοι κλάδοι
μπορούμε να 'μαστε καθώς στης μπλούζας Της το χάδι
ριγούνε, ανταριάζονται, και σκύβουν κι άλλο ακόμα
το ποθητό πασκίζοντας να σφιχτοκλείσουν σώμα.
Δ'
Δεν είμαστε ούτε γράμματα σε κάποιο Της βιβλίο
προσεκτικά να μας θωρούν τα μάτια Της τα δύο.
Μ' ένα ποτήρι κρύο νερό τη δίψα Της σα σβήνει
ούτε σταγόνες του νερού δεν είμαστε που πίνει...
Α'
Μέσα σε τόσα γύρω Της πράγματα ευτυχισμένα
ούτε μικρή δεν είμαστε κυρτούλα μία χτένα
που όταν τα μαλλάκια Της με κείνηνε χτενίζει
ευφρόσυνα η κοκάλινη ψυχή μας να τρεμίζει.
Β'
Ούτε πρωινή του κήπου Της δεν είμαστε δροσούλα'
ούτε μικρή του χρόνου Της δεν είμαστε στιγμούλα'
ούτε μια πέτρα που πατά γυμνό το ποδαράκι'
ούτε παιχνίδι στ' ακριβό κερένιο Της χεράκι.
Ούτε φαντάσματα λευκά δεν είμαστε' δε ζούμε
παρά μονάχα στ' όνειρο Εκείνης π' αγαπούμε.
Α'
Που αγαπούμε; Το Μηδέν γίνεται ν' αγαπήσει;
Μπορεί το Τίποτα να ζει, να ελπίζει, να ποθήσει;
Γ'
Η Όμορφη μας έπλασε και ό,τι πλάσει Εκείνη
αιώνια ζει. Δε φθείρεται. Δε χάνεται. Δε σβήνει.
Και μη δεν είναι ο Έρωτας του Αιώνιου η ουσία;
Και πόθο για μοιράδι της δεν έχει η Αθανασία;
Η ομορφιά που σαν κλαδί φωτός Τη στεφανώνει.
πάντοτε με το κάλλος της τ' άμετρο θα θαμπώνει.
Αφού πλαστήκαν μια φορά τα όμορφά Της κάλλη
αθάνατα η εικόνα Της κι αιώνια θα θάλλει.
Ε'
Όπως διψώντας το χαρτί το υγρό μελάνι πίνει
και μένει πάνω του η γραφή-με τίποτα δε σβήνει
έτσι έχει άσβηστα γραφτεί στο δέρμα Της επάνω
της Ομορφιάς της πλάστρας Της το μάγεμα το πλάνο.
Όπως μαχαίρι κοφτερό το σώμα ζώου σκίζει
και κείνο ακόμα νιώθεται και κράζει και γογγύζει
έτσι τον πόνο τον γλυκό κραδαίνοντας στο χέρι
η ολογλυκιά Της η ματιά ξεσχίζει σα μαχαίρι.
Κι όπως λαγό σαν πιάσει αητός βαθιά τα νύχια χώνει
κι απ' το σφιχτό το κράτημα το ζώο δε γλιτώνει
έτσι και όποιον μια φορά τ' αστέρι Της φωτίσει
πια δε χωρίζεται απ' Αυτήν όσο ήθελε πασκίσει.
Β'
Δυο αγαλμάτινες μορφές τα δύο Της τα χείλη-
ο Πόθος γλύπτης πάνσοφος και η Αγνότη σμίλη.
Ε'
Και η ψυχή Της καθαρή σαν νια βροχοπηγούλα.
Α'
Και η καρδιά Της ιλαρή σαν τρυφερή κορφούλα.
Γ'
Κόρφος και μέση και γλουτοί, κνήμες χωρίς ψεγάδι'
μηροί με της τελειότητας ντυμένοι το μαγνάδι.
Δ'
Το γόνυ ολοστρόγγυλο του Έρωτα αλωνάκι
που αλωνίζει μέσα του φλογόχαιτο αλογάκι.
Α'
Τόσο μικρό το χέρι Της τον κόσμο πώς βαστάζει;..
Β'
Και πού κρατάει τους Καιρούς και ΄Ανοιξες μοιράζει;
Γ'
Ζεστήν πώς η ανάσα Της όλην κρατεί την Πλάση;
Ε'
Πώς και η πέτρα ακόμ' ανθεί όπου ήθελε περάσει;..
Δ'
Δυο σπιθαμές ένα παιδί τι μάγια να κρατάει
που μ' ένα του χαμόγελο τον ήλιο να μεθάει;
Ε'
Α! πώς μπορεί σ' ένα κορμί ναν' έτσι συναγμένα
τόσα πολλά, τόσα γλυκά και τοσ' αγαπημένα...
Α'
Εμπρός λοιπόν. Ας ψάλλουμε με το πικρό μας στόμα
αφού τα χέρια δε βολεί-το λατρεμένο σώμα.
Εμπρός! Αυτό που μας πονεί, μας καίει, μας σκοτώνει
ας το τσακίζ' η γλώσσα μας-ο λόγος ας το λιώνει.
Γ'
Εμπρός λοιπόν! Με τον βουβό τον πόνο μας αγέρα
τον πόθο χείλη, τη μεγάλη αγάπη μας φλογέρα
κι όλη την τέχνη βάζοντας που 'ναι δικό Της δώρο
απελπισμένα σήματα να στείλουμε στο χώρο
Δ'
Και δυνατά ας τα κάνουμε να φτάσουνε στ' αυτιά Της.
Και ας τα κάνουμε γλυκά ν' αρμόζουνε κοντά Της.
Εμπρός λοιπόν! Ας ψάλλουμε! Ας ψάλλουμε ακόμα
τα χέρια, την ανάσα Της, το στήθος Της, το στόμα...
Ε'
Α! Όνειρο πρωτόειδωτο νύχτας μαγιοπλασμένης!
Α! Κλωναράκι αμυγδαλιάς Γενάρη ανθισμένης!
Α! Πόρτα ολορθάνοιχτη στα θάματα της Πλάσης!
Α! Που μαλάματα σκορπάς όπου ήθελε περάσεις.
Β'
Ω! Συ! Λιμνούλα ολόδροση στης έρημου το κάμα!
Ω! Του Ωραίου η πηγή! Ω! Της σοφίας το νάμα!
Ω! Φόνισσα της λύπης μας και της χαράς βυζάστρα!
Ω! Που κοντά σου πέφτουνε της μοναξιάς τα κάστρα!
Γ'
Α! Συ, απαλοφανέρωτη, καυτή του πόθου λάβα!
Α! Του γλυκόπιοτου κρασιού η αγνή και γνήσια κάβα!
Α! Λουλουδάκι ευωδιαστό στου πόνου τα τενάγη!
Α! Που ένα σου χαμόγελο και λιώνουν ολ' οι πάγοι!
Δ'
Α! Χιλιοπόνετη σπαθιά στης ασχημιάς το σώμα!
Α! Ομορφάδα ανείπωτη στ' ονειρεμένο στόμα!
Α! Φωτεινό αναφτέρωμα στου Έρωτα το χάδι!
Α! Στην κορώνα της φωτιάς το ατίμητο πετράδι!
Α'
Ω! Αναφτέριασμα του νου μετά την καταιγίδα!
Ω! Δάφνη εσύ αμάραντη στου κάλλους την αψίδα!
Ω! Χρυσωπή αναφεγγιά όταν το φως ζαλίζει!
Ω! Κρύφιο αναρρίπισμα μέσα στο ρογοβύζι!
Ε'
Ω! Άναρθρα ψελλίσματα κι άλαλη ανατριχίλα!
Ω! Ριζας φυλλοβόλημα! Ω! Ρίζωμα στα φύλλα!
Ω! Του αμπελιού η ευλογιά στ' ανάπλαγο της ζήσης!
Ω! Ανατολίτσας ρόδισμα! Ω! Φλόγισμα της δύσης!
Β'
Α! Κατσικάκι λυγερό στον πετρωμένο κάβο!
Α! Συννεφάκι λευκωπό μες στ' ουρανού το μπλάβο!
Α! Θάμα που απλησίαστο μένεις για κάθε πέννα!
Α! Του ιδεώδους μέστωμα και του Ωραίου γέννα!
Α'
Ω! Λευκανθέ μονάκριβε στου σπάνιου τη σέρα!
Ω! Καλοθύμητο πουλί σε γαλανόν αιθέρα!
Ω! Πλάνο δασονύχτωμα κι αυγή δροσοφεγγάτη!
Ω! Σάρκινο ξεφάντωμα σ' ακούραστο κρεβάτι!
Δ'
Τα δέκα δαχτυλάκια Της δέκα κομψούλια βέλη.
Α'
Δέκα νιογέννητων μικρών προβάτων η αγέλη.
Δ'
Στου έρμου καρπού μας να 'τανε να δένανε το τόξο...
Α'
Στο έρμο μαντρί μας να 'τανε να στάλαζαν απόξω...
Β'
Το τόξο θέλει γύμνασμα' το μάντρωμα τσοπάνο.
Γκρίζοι εμείς αμμόκοκκοι σε μαύρη πέτρα επάνω.
Εμείς η στάχτη της φωτιάς προτού η φωτιά ν' ανάψει.
Εμείς του αγέρα φύσημα σαν ο αγέρας πάψει.
Τ’ είμαστ' εμείς; Αητόπουλα χωρίς αητού τη γέννα-
Τ’ είμαστ' εμείς; Αχ-μνήματα χωρίς νεκρόν κανένα.
Και πώς μπορεί αγέννητος ορμήνιες να ψελλίζει;
Και πεθαμένος πώς μπορεί τη ζήση να ορίζει;
Δ'
Α! Μόνο να μας άγγιζε θα μας λευτέρωνε όλους.
Όμως ποτέ δε θα διαβεί της τρώγλης μας τους θόλους.
Έτσι εμείς ανάλλαγα εδώ μέσα θα μαδούμε-
τέτοι' από Κείνη λευτεριά ποτέ μας δε θα δούμε.
Α'
Στείλαμε εν' ασπροφτέρουγο μικρό περιστεράκι
να Της ειπεί τον πόνο μας-το μαύρο μας μεράκι'
Μ' αυτό σα Την αντίκρισε του 'σβησεν η μιλιά του
και μες στ' ολάσπρο στήθος Της έκανε τη φωλιά του.
Γ'
Επέψαμ' ένα σύγνεφο την πεθυμιά να βρέξει
και το τραγούδι που η βροχή στη στέγη Της θα πλέξει
να το ακούσ' η Όμορφη-τον πόθο μας να μάθει-
μα στων ματιών Της η βροχή ελίμνασε τα βάθη.
Δ'
Και τ' αγεράκι εστείλαμε, μας ήρθε μεθυσμένο'
και το κλαδί της αγριελιάς-γύρισε μαραμένο.
Μπροστά στην τέλεια ομορφιά όλ' άφων' απομένουν-
αποξεχνιούνται, λησμονούν, βουναίνονται, σωπαίνουν.
Ε'
Και την καρδιά μας στείλαμε γυμνή και ματωμένη-
και την ψυχή μας στείλαμε μ' αγκάθια ξεγδαρμένη
μα κείνες πισωγύρισαν-σταθήκανε-διστάζουν-
ψέμα να πουν δεν το μπορούν, τ' όχι να πουν δειλιάζουν.
Α'
Τα σιδερένια τα κλειδιά της φυλακής πως έχει
και πως την τύχη μας κρατεί, Αυτή δεν το κατέχει.
Ε'
Σωπαίνετε' ας σωπαίνουμε' ειν' έτσι καμωμένα:
η Ομορφιά κι η γνώρα της το 'να με τ' άλλο ξένα.
Για μας της ζωής ανάνθιστοι θα μείνουνε οι κάμποι.
Μόνον εδώ το άμετρο το κάλλος Της δε θα 'μπει
Χοντρές οι αμπάρες και βαριές κι η πόρτα σφραγισμένη.
Πέντε άμοιροι...πέντε άφωτοι...πέντε συφοριασμένοι...
Κι είναι για μας τους άφωτους το παραθύρι ετούτο
μαστίγιο στη μονάξ'α μας και στην ερμιά μας κνούτο.
γιατί χαρές που-αλίμονο-δε φτάνουμε μας δείχνει
και σε βαθιά, τρισκόταδη απελπισιά μας ρίχνει.
Αν το μικρό εκείνο εκεί δε βλέπαμε σοκάκι
μικρότερο θα ήτανε το που μας τρώει σαράκι.
Όταν δε βλέπει το λαμπρό της ευτυχίας τ' αστέρι
στη δυστυχία η ζωή λιγότερο υποφέρει.
Γ'
Ό,τι να γίνει είναι γραφτό-καθόλου δεν αλλάζει.
Είναι γραφτό η έρημη ψυχή μας να σπαράζει
κι Αυτή ν' ανεμοδέρνεται μες στης ζωής την έχτρα
χωρίς να ξέρει το γιατί και δίχως να 'ναι φταίχτρα.
Β'
Μες στην ψηλή αετοφωλιά πώς πάει το αηδονάκι;
Α'
Πώς ίσα πάει στη φωτιά ένα χρυσό αχεράκι;
Ε'
Πώς πάει έτσι αδύναμη στων δυνατών τα μέρη;
Γ'
Πώς πάει στη λάσπη να χωθεί το λαμπερό αστέρι;
Δ'
Πώς έτσι ανυποψίαστη, χαρούμενη κι αγνούλα
πάει στο χαμό; Πώς θα βρεθεί στο νύχτωμα η αυγούλα;
Πώς έτσι αρνάκι χαρωπό, αξέγνοιαστα πηδώντας
μες στη μονιά θε να βρεθεί που καρτερεί ο λιόντας;
Γιατί το φως ανθρώπισε αν ήταν για να σβήσει;
Ποιο χέρι πολυέλεο θα Τηνε σταματήσει;
Γιατί οι χαρές του έρωτα δένουν με την τυράγνια;
Γιατί-αχ-πάντα η Ομορφιά να δένει με την άγνοια;
Ε'
Τον πόνο μας ας γίνονταν να τον κρατεί για δόρυ
εκεί που πάει ανύποπτη στης απονιάς τα όρη.
Ο σπαραγμός που μας κερνάει ας γίνονταν ασπίδα
να σταματάει επάνω του του μίσους η λεπίδα.
Το μισερό μας το κορμί που καίγεται για Κείνη
τείχος ας ήταν γύρω της αχάλαστος να γίνει
κι όταν θα πάνε να τη βρουν η κάκια και το ψέμμα
στο ξαναμμένο να πνιγούν και κοχλαστό μας αίμα.
Β
Ουράνια σεις που πάνω μας εβρέξατε κατράμι
μέσα στα τόσα τα κακά σ' εμάς που 'χετε κάμει
δώστε μας τούτο το καλό: κάμετε όσο ζούμε
τον άδικό Της το χαμό να μη-να μη τον δούμε.
Ε'
Ό,τι στου νου τον αργαλειό 'φαίνουμε με μετάξι
σε μια στιγμούλα του κορμιού η φλόγα θα ρημάξει.
Σαν το κακό να 'χε μυαλό-σαν να 'χε προσχεδιάσει
το πιο καλό κάθε φορά διαλέγει να χαλάσει.
Α'
Η πόρνη ζωή τα κρόταλα τα χάλκινά της κρούει
και τις σειρήνες του χαμού κανείς δεν τις ακούει.
Ταγίζει με τις μέρες μας το μαύρο του αδράχτι
ο Χρόνος, κι η ανέμη του κρύα τυλίγει στάχτη.
Γ'
Όταν τα δίχτυα της νυχτιάς τη μέρα σκοτεινιάζουν
σαν τα σφαχτάρια μέσα τους οι θύμησες σφαδάζουν
και το φιδίσιο φτερωτό κορμί και το κεφάλι
ζητούν να το σηκώσουνε-να ξαναζήσουν πάλι.
Δ'
Όταν η νύχτα έρχεται, του Φόβου τα πλεμόνια
με ξωτικά γεμίζουνε και με φριχτά δαιμόνια΄
και πάνω στους αδύναμους αυτός τα ξεφυσάει
κι εκείνοι τρεμουλιάζουνε κι αυτός κρυφογελάει.
Ε'
Κι όποιος θα φέρει στο μυαλό το σχήμα του κορμιού Της-
κι όποιος θα φέρει στο μυαλό τη χάρη του ποδιού Της
γι αυτόν φοβέρες και στοιχειά και ξωτικά σκορπάνε
κι όλα γιορτάζουν γύρω τους και όλα τραγουδάνε.
Α'
Κι όποιος του χαμογέλιου Της φέρει στο νου τη λάμψη
αμέσως κάθε μάνητα, κάθε οργή θα πάψει.
Κι όποιος του κρύφιου Της φιλιού φέρει στο νου το θάμπος
έτσι που όλα τα κρατεί θεός φαντάζει σάμπως.
Α'
Κλείνει την πόρτα του ο φτωχός στο σπίτι του σα φτάνει
και στης καλής του τα φιλιά τη φτώχια του ξεχάνει.
Κι εμείς σαν τι να κλείσουμε; Καλή σαν πώς να βρούμε;
Οι άλυσες δαγκώνουνε-πληγιάζουν-δε φιλούνε.
Β'
Τραβά ο ψαράς τα δίχτυα του και χαίρεται τα ψάρια
που σπαρταρούν, είτε πολλά, είτε ανάρια-ανάρια.
Κι εμείς τι να ψαρέψουμε; Πού θάλασσα; Πού βάρκα;
Κάτω απ' ό,τι σ'κώσουμε της άρνησης η νάρκα.
Γ'
Ο βράχος στέκει ολόστητος. Το κύμα τον κυκλώνει
και τον φιλεί ερωτικά και τον γλυκοδαγκώνει.
Το κύμα εμάς μας περιχεί και μαύρο έχει χρώμα
και πικροδαγκωνόμαστε μονάχοι μες στο στρώμα.
Δ'
Μέσα στο χώμα ο βολβός ρίζες χλωρές βυθίζει
και ‘κείνες τον στηρίζουνε κι αυτός λουλούδι ανθίζει.
Για μας και ρίζες και βολβοί κι ανθάκι μυρωμένο
πάντα θαμμένα κείτονται-το φως για κείνα ξένο.
Ε'
Ο ήλιος, στρατηλάτης τους, διατάζει τις αχτίδες
και τραγουδώντας χαρωπά διώχνουν τη νύχτα εκείνες...
Δεν πολεμούν ποτέ για μας του ήλιου οι λεγεώνες'
ολόμαυρες οι μέρες μας και λες κρατούν αιώνες,
Μέσα στα βύθη της ζωής, στην πιο βαθιά της κοίτη
εχτίσαμε το έρμο μας αραχλιασμένο σπίτι'
και τίποτα δε βλέπουμε-κανέναν δεν ακούμε
κι αν στη ζωή λογιόμαστε είναι σα να μη ζούμε.
Β'
Κάτι τεράτων τις ουρές, κάτι ερπετών τα λέπια
ν' αναταράζουν νιώθουμε της νύχτας μας τα κρέπια
κι η μυρουδιά του θάνατου τις σάπιες που αναδεύει
σάρκες των πεθαμένων του, το μύρο μας μολεύει.
Ακούμε τις αρίθμητες βοές υπόγειων βόγγων
κι όχι τα καλαδήματα των κάμπων και των λόγγων.
Τα σπάργανα μας δένουνε της άκαρπής μας γέννας
αντίς η γύμνια η λεύτερη που χαίρεται καθένας.
Αγέρα πνοή το στήθος μας τ' άσαρκο δε γλυκαίνει.
Χώμα και θειάφι και φωτιά μέσα του μπαινοβγαίνει
και το που ό,τι ζωντανό γεννάει εντός μας σπέρμα
έρμο στην έρημο δεντρί και τ' άνθη του παντέρμα.
Ε'
Σωπάστε' θα 'ρθει' θα μας βρει' θα ψάξει' θα ρωτήσει'
και θα τελειώσ' η θλίψη μας΄κι ο πόνος μας θα σβήσει.
Θα 'ρθεί η Όμορφη-θα 'ρθεί..
Γ'
Θα 'ρθεί…κάπως θα μάθει...
Δ'
Θα 'ρθεί κι η λύπη έσβυσε...
Α
Θα 'ρθεί-το σκότος 'χάθη...
Β'
Κάτι φορές το βλέμμα Της γυρνάει σαν να μας βλέπει'
μα πιο ψηλά 'π' της φυλακής πάντα κοιτάει τη σκέπη.
Δ'
Κάποιες φορές σαν τις χοντρές φωνές μας να προσέχει'
όμως πολύ πολύ μακριά και τότε ο νους Της τρέχει.
Γ'
Περνάει σα ’στραπόβροντο κι άλλοτε σα βροχίτσα'
σαν άγγελος αθέρινος, σα φουντωτή ροδίτσα.
Δ'
Άλλοτε πάλι σοβαρή βασίλισσα σε θρόνο
ή σαν γλυκό, πανέμορφο, μικρό κορίτσι μόνο.
Α'
Έρχεται από τα μέρη Της τα κρύφια τ' άγνωστά μας
και διάφανη τη βλέπουμε ν' αργοπερνάει μακριά μας.
Β'
Κι είναι-παράξενο άκουσμα-κι ολόδροση και λάβρα
Και πέμπει δρόσο γύρω της μα και φλογάτην αύρα.
Γ'
Και μοιάζει σαν κάθε φορά πριν βγει αιώνες να 'χει
μπρος στον καθρέφτη Της σταθεί σε μια νικήτρα μάχη.
Ε'
Και μοιάζει σαν να μάζεψε χίλιες χιλιάδες γιούλια
και να 'βαλε στα χείλια Της τα τρυφερογλυκούλια.
Και μοιάζει σαν να έγδαρε το άσπρο από τα χιόνια
και να 'βαψε του στήθους Της τα σπαθοχελιδόνια'
και στου γλυκού όπως την κορφή ταιριάει το μοσχοκάρφι
ακάλυπτα κι ελεύθερα τους άφησε τα ράμφη.
Δ'
Και μοιάζει σα για μέτωπο να 'βαλε το φεγγάρι.
Α'
Και μοιάζει σαν να τύλιξε το σώμα Της με χάρη.
Β'
Και μοιάζει σαν να μάζεψε του ήλιου τις ακτίνες
και τα μαλλιά Της τ' απαλά να στόλισε με κείνες.
Δ'
Και μοιάζει σα να λήστεψε της Νύχτας τα παλάτια
και όσο μαύρο εμάζεψε να το 'βαλε στα μάτια.
Γ'
Και μοιάζει σαν να τρύγησε του πόθου το αμπέλι
και ήπιανε και μέθυσαν το σώμα και τα μέλη.
Α'
Και μοιάζει σαν να κούρσεψε όλα τα ουράνια κάστρα
και διάλεξε τα πι’ όμορφα και λαμπερά τους άστρα
και μοιάζει σαν να τα 'τριψε και τα 'κανε αστροσκόνη
κι ότι με κείνην ως περνά περίσσια μας τυφλώνει.
Β
Και μοιάζει σαν να μέρεψε της κόλασης τις φλόγες
και μοιάζει σαν να έστυψε των σταφυλιών τις ρόγες
κι έτσι με γλύκα και φωτιά επότισε το στόμα
που πυρπολεί αυτό γλυκά κι αμίλητο ακόμα.
Ε'
Και μοιάζει ν' απορφάνεψε απ’ τ΄άνθη τους τα δέντρα
και μόνη να 'ναι τώρα Αυτή των λουλουδιών αφέντρα.
Και μοιάζει σαν το ρόδο Της το πιο 'μορφοπλασμένο
ανάμεσα στα πόδια Της να το 'χει φυλαγμένο.
Και σα ν' αλαφρομάλαξε και να 'βαλε στην άκρη
μια θλίψη ακριβοκέντητη απ' όνειρο και δάκρυ
και κει κατά το σούρουπο, σαν κρίνει πως ταιριάζει
μία σταγόνα στα γλυκά τα μάτια Της σταλάζει.
Γ'
Και μοιάζει σαν του αγεριού τ' ανάλαφρο το χάδι
στημόνι να 'βαλε ακριβό, και πόθο για υφάδι
για να υφάνει αγέρινα ρούχα που θα Την ντύνουν-
μα ποθοπλάνταχτα κι αυτά-χαμένα, Τηνε γδύνουν.
Α'
Μοιάζει...μα τίποτ' απ' αυτά δεν έχει διόλου γίνει.
Με τα χεράκι Της χαρές-δώρα μονάχα δίνει'
όπως στο κύμα ο αφρός και ο ανθός στο κλώνι
έτσι και στο κορμάκι Της η Ομορφιά πυργώνει.
Ε'
Κι όπως ξεσυνερίζονται τ΄αδέρφια και ζηλεύουν
κι ό,τι απ' το 'να αποχτηθεί και τ' άλλα το γυρεύουν
και της ψυχής σαν είδανε ζηλέψαν οι ομορφάδες
και στου κορμιού Της τρέξανε κοντά τις αδερφάδες.
Γι αυτό κανείς δεν το μπορεί να κρίνει μπλιο ποιο λάμπει:
τα επουράνια της ψυχής ή του κορμιού οι κάμποι.
Μόνο να χαίρεται μπορεί της Ομορφιάς το θάμα
και στης πηγής του το δροσό να ξεδιψάει το νάμα.
Β'
Κι είναι για μας ανείδωτα νάμα, πηγή και δρόσος'
κι είναι για μας ατέλειωτος ο πόνος μας ο τόσος.
Μ' απ' όλα τα φαντάσματα που κλέβουν τη χαρά μας
το πιο πικρό και πιο σκληρό είναι η μοναξά μας.
Τα δόντια της μας σκίζουνε. Τα νύχια της μας γδέρνουν
και τα φριχτά τα χέρια της κάθε καλό μας παίρνουν.
Κι ενώ του Κόσμου τα καλά να 'ρθουν σε μας ειν΄ άξια
εμείς για μόνη συντροφιά έχουμε τη μονάξα.
Γ'
Μονάχα ένα μαυρόπουλο αριά και που περνάει
και κάθεται στα σίδερα κι όλο πικρά μιλάει.
Δε βγήκε από το στόμα του καλός ποτέ 'νας λόγος'
μόνο μαντάτα θλιβερά΄και μάλωμα΄ και ψόγος.
Α'
Μαύρο κι εκείνο σαν και μας χωρίς κανείς να ξέρει
τι κάθε που 'ρχεται φορά νέο κακό θα φέρει.
Κι αν έρχεται είναι σ' άλλονε που αν πάει θα το διώξει
αν τέτοια και σε κείνονε το στόμα του θα κρώξει.
Δ'
Μα εμείς δεν τ' αποδιώχνουμε κι όταν μιλάει για Κείνη
τότε ανοίγει κάθε αυτί και κάθε στόμα κλείνει.
Και από κείνο μάθαμε πού πάει σαν περνάει,
πότε κοιμάται σαν ανθός, πότε σα φως ξυπνάει.
Ε'
Και λέει πως τα μηνύματα των λόγων του είναι βύθια
και πως η μόνη υπάρχουσα στον κόσμο είναι αλήθεια.
Η μόνη αλήθεια μα το ναι! Η αλήθεια η δική του
που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την κουβαλεί μαζί του.
Β'
Πώς την αλήθεια του κεριού ο ήλιος να γνωρίζει;
Δ'
Πώς την αλήθεια του τυφλού το φως ο που αντικρίζει;
Α'
Πώς την αλήθεια του μικρού να ξέρει ο μεγάλος,
του ταπεινού ο υψηλός και του βωβού ο λάλος;
Γ'
Α! Την αλήθεια όποιος λαλεί την ιστορία του γράφει΄
και την αλήθεια των νεκρών την ξέρουν μόνο οι τάφοι.
Και του Ωραίου τη μοναχή, λαχταριστή αλήθεια
μέσα στα δυο Της η Όμορφη την κουβαλεί τα στήθια.
Α'
Μ' αυτήνε στέμμα Της λαμπρό την Πλάση διαφεντεύει.
Γ'
Μ' αυτήν ραβδάκι μαγικό τον κόσμο μας μαγεύει.
Δ'
Μ' αυτήν ραντίζει τους αγρούς κι ανθίζουνε το Μάη.
Ε'
Μ' αυτήν φωνή τ' ολάρφανο το στόμα μας μιλάει.
Β'
Α! Κι αν μας αγκαλιάζανε τα δυο μικρά Της χέρια
τα μάτια μας τ' αφώτιστα θα γίνονταν αστέρια
και το πικρό τ' αχείλι μας Εκείνη αν το εφίλει
γλυκύτερο θα γίνονταν απ' το γλυκό σταφύλι.
Γ'
Α! Κι αν μας εγλυκόσφιγγε μες στη ζεστή αγκαλιά Της
ο λίβας έτσι άξαφνα θα εγινόνταν μπάτης
και το κορμί μας το ξερό που αφίλητο σαπίζει
θα 'πιανε πάλι να πετάει κλωνιά-πάλι ν' ανθίζει.
Δ'
Χάντρα η χαρά θα γίνονταν στα οκνά μας κομπολόγια
γλυκά αν ακούγαμε απ' Αυτήν κι όμορφα αγάπης λόγια
και τα πελώρια κύματα του ατέλειωτού μας πόθου
τους ψίθυρους θα πνίγανε του Έρωτα του Πρώτου.
Α'
Αν μια ματιά μας έριχνε θα 'σπαζε τα δεσμά μας '
τα σίδερα θα λιώνανε αν έρχονταν κοντά μας
και το κλειδί της φυλακής θα 'νοιγε την ψυχή μας
που τώρα είναι κλειστότερη κι από τη φυλακή μας.
Ε'
Κι αν θα μας φέρει μια στιγμή στη φωτεινή Της σκέψη
το νου τον τρομαγμένο μας γαλήνη θα τον στέψει.
Ο ναρκωμένος λόγος μας ευθύς θα γρηγορούσε
το προσωπάκι Της σε μας αν λίγο θα γυρνούσε.
Β'
Μα μόνο να Τη βλέπουμε μπορούμε σα διαβαίνει
κι αυτό ειν' όλο που σε μας τους κούφιους απομένει.
Ανίκανοι να πάρουμε ή να δώσουμε βοήθεια'
αυτή 'ναι η ολόπικρη και καυτερή αλήθεια.
Γ'
Γραμμένη μες στου θάνατου η ζωή μας το βιβλίο.
Και μέσα Στις σελίδες του η σκόνη και το κρύο.
Και το βιβλίο Αυτή ανοί' κι αμέριμνη διαβάζει.
Δεν ξέρει. Δε φαντάζεται. Ο νους Της δεν το βάζει.
Α'
Κι ειν' η ψυχή μας άστεγη, χαμένη στο σκοτάδι.
Γι αυτήν και δείλι και αυγή σκοταδερά σα βράδυ.
Ανάκουστοι ειν' οι θόρυβοι-ανείδωτη ειν' η μέρα
και η λιμνούλα της χαράς έρμη γι αυτήνε ξέρα.
Β'
Σαν τα σκουλήκια στο υγρό σερνόμαστε το χώμα
και είναι κάτι θαυμαστό και που μιλούμε ακόμα-
πέντε μικροί-πέντε άσημοι-πέντε λησμονημένοι-
κι η Μοίρα ακόμα η άφευγη για μας είναι σβησμένη.
Δ'
Κι όσο κι αν το γυρεύουμε κι όσο κι αν προσπαθούμε
διόλου να προχωρήσουμε πιο πέρα δεν μπορούμε.
Τα ξεγδαρμένα χέρια μας ,τα πόδια τα πρησμένα
στον ίδιο τόπο μένουνε σαν να 'ταν ριζωμένα.
Τ’ είναι κρεβάτι μαλακό, τ' είναι αγάπης χάδι
δεν τα γνωρίσαμε ποτέ' ούτ' είχαμε μοιράδι
στην ευτυχία, στη χαρά, στη φτερωτήν ελπίδα'
μόνο της δίψας η οργή-του πόνου η λεπίδα.
Ε'
Κι όλα γιατί; Γιατί το "ναι" το 'παμε "ναι" και τ' "όχι"
"όχι" κι ας μας λιανίζανε τα κόκκαλα στην κώχη.
Γιατί αρνηθήκαμε ποτέ να υψώσουμε παντιέρα
που ανάσα θα πλατάγιζε κι όχι ριπή αγέρα.
Κι όλα γιατί; Γιατί έρχοντας από την Πέρα Χώρα-
γιατί στο Τώρα φτάνοντας φερμένοι από το Τώρα
εκουβαλήσαμε μαζί και το καλάθι όπου
τα όνειρα εκρύβαμε και τις χαρές του Ανθρώπου.
Α΄
Γιατί ποτέ δεν μπήκαμε στις πόρτες που για να 'μπεις
από χρυσάφι έπρεπε κι όχι από φως να λάμπεις.
Γιατί στων κάμπων της ψυχής τα ολόφωτα τα πλάτια
αντίς καλύβες χτίσαμε μ' αίμα κι ιδρώ παλάτια.
Β'
Πανίσχυρο, απροσκύνητο, απαρακάλεστο όμως
μας άρπαξ' ένα σίδερο-μας ετσακίστη ο ώμος-
κι αλυσωμένους, θύματα παράκαιρα και πράα
μέσα εδώ μας πέταξε κι έκλεισε την αμπάρα.
Ποτέ μας δε λυγίσαμε-δε σκύψαμε-δεν κλαίμε-
κι αν τούτα με παράπονο τα λόγια απόψε λέμε
μας τα εθύμισε η γιορτή Αυτής που θα μπορούσε
μόνη απ' όλους λευτεριά-ζωή να μας δωρούσε.
Ε'
Τα δεκαέξι έκλεισε' τα χίλια να γιορτάσει
κι ο λόγος απ' το στόμα μας στ' αυτί Της κι ας μη φτάσει.
Τα δεκαέξι έκλεισε' πάνε δεκάξι χρόνια
‘πό τη βραδιά που έμοιαζε πως θα κρατούσ' αιώνια.
Από την ώρα που στα δυο το σκότος εχωρίστη
κι ολόφωτη από μέσα του επρόβαλε η Καλλίστη.
Από την ώρα που έκθαμβη εμέριασε η Πλάση
ένα μωράκι ομορφιά γεμάτο να περάσει.
Α'
Και τι να ‘ης χαρίσουμε σήμερα που γιορτάζει;
Τη γλυκοπόθητη νυχτιά; Με κείνην μας κοιτάζει.
Τα ροζ κοχύλια του βυθού; Μ' εκείνα μας μιλάει.
Τους κάμπους τους ανθόσπαρτους; Με κείνους μας πονάει.
Και τι να Της χαρίσουμε; Του Έρωτα τη μέθη;
Με κείνην για πετρούλα Της το πάθος μας αλέθει.
Του τραγουδιού το χάρισμα; Εκείνη το χαρίζει.
Το δίκοπο του Έρωτα; Με κείνο μας ξεσκίζει.
Β'
Και τι να Της χαρίσουμε; Τα ευωδιαστά τα ρόδα;
Πριν απ' αυτά γλυκάνθιζεν η Όμορφη κι ευώδα.
Μαργαριτάρια; Δυο σειρές το στόμα Της στολίζουν.
Κρινάκια και γαρύφαλλα; Στα χέρια Της ανθίζουν.
Ε'
Και τι να Της χαρίσουμε; Τα μάγια του Απρίλη;
Καταφωτούν και λάμπουνε πάνω στα δυο Της χείλη.
Το Απαλό το Κύρτωμα; Τις Προαιώνιες Μνήμες;
Λίκνο τους οι Απαλόχυτες, οι Αλάθητές Της Κνήμες...
Δ'
Και τι να Της χαρίσουμε; Το χάδι που ζαλίζει;
Μες στα χεράκια Της τα δυο το θρέφει-το κοιμίζει.
Ή το φιλί που δίχως του ο Έρωτας πεθαίνει;
Τ’ ωριογουρμάζει μέσα Της κι εκείν' όλο γλυκαίνει.
Ε'
Και τι να Της χαρίσουμε; Μη το κρουστό το ρόδι;
Το κουβαλεί στον κόρφο Της-το σεργιανάει στο πόδι.
Μήπως το φως της ροδαυγής; Το κόκκινο της δύσης;
Το προσωπάκι Της σα δεις τα δυο θα τ' αντικρίσεις.
Α'
Μη τ' αραχνόφαντο; Και μη το φεγγοφτερωμένο;
Το κάθε δαχτυλάκι Της μ' εκείνα ε'ιναι φτιαγμένο.
Β'
Του ρυακιού μουρμούρισμα; Κελάδημα πηγούλας;
Η χάρη της μελένιας Της λάμπει σ' αυτά φωνούλας.
Γ'
Τι να χαρίσουμε λοιπόν στη φίλη μας τη Ντόρα;
Τι να χαρίσουμε σ' Αυτήν που όλα κρατεί τα δώρα;
Δ'
Α! Τι να Της χαρίσουμε που ό,τι το χέρι δίνει
Εκείνη μας το χάρισε και το 'ξουσιάζει Εκείνη;
(Σιωπή. Ο φυλακισμένος που βρίσκεται κοντά στο παράθυρο κοιτάζει έξω)
Β'
Γλυκό κι απαλοκοίμητο το μάτι της γαλήνης
νανουρισμένο απ' τη ροή της ξέγνοιαστης της κρήνης
κλείνει' και κείνος μέσα του που ήσυχος κοιμάται
δεν έχει δράκους και θεριά και πίκριες να φοβάται.
Μα η γαλήνη είναι για μας αφτέρωτο πουλάκι
κι η κρήνη από τα σπλάχνα της πικρό ξερνάει φαρμάκι.
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε που κοιμισμένοι ακόμα
το ίδιο ανελέητο μας καταπίνει στόμα…
Γ'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Στρώμα μας η λαχτάρα
και προσκεφάλι μας σκληρό του "όχι" μας η κατάρα;
Δ'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε; Κουβέρτα μας η λύπη
και τα όνειρά μας άνανθοι και ξεραμένοι κήποι.
Α'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς να μας ταράζει
ο φόβος που και ύπνο μας και ξύπνο μας ρημάζει;
Ε'
Και τ' ύπνο εμείς να κάνουμε χωρίς ελπίδα ότι
τ' αυριανό γλυκύτερο θα ' ναι το καταπότι;
Τα πάθη μας ακοίμητα και πάντοτε μεγάλα.
Και πρώτα: πριν απ' τη φωτιά και πριν από το γάλα.
Και μέσα τους ακοίμιστοι κι εμείς και διψασμένοι
για μιαν ανάπαυσης στιγμή -μιαν ώρα ησυχασμένη.
Μόνη ξεκούραση για μας η σκέψη μιας κοπέλλας
που δένει τις ελπίδες μας στο φιόγκο μιας κορδέλλας.
Η σκέψη της που σήμερα των δώρων της των θείων
τη γλύκα κλείνει μες σε μια τουρτίτσα γενεθλίων.
Αυτής που ό,τι ακουμπάει με γλύκα το ποτίζει
κι εκείνο μ' άνθη του Έρωτα και της Χαράς ανθίζει.
Αυτής που ό,τι εστόλισε με τ' απαλό Της βλέμμα
Ωραίο τόσο γίνεται που μοιάζει να 'ναι ψέμα.
Αυτής που μέσα στη σιωπή νότα ειν' ευδαιμονίας
και ακριβή στο θόρυβο ανάπαυλα ησυχίας.
Που 'ναι λιμάνι απάνεμο για πλοίο τσακισμένο-
σωτήριο φως κι αγλάισμα για τον ναυαγισμένο.
Αυτής που μύρια ποιήματα μ' ένα Της γέλιο γράφει'
Αυτής που τη σβελτάδα Της επήρε το ελάφι΄
Αυτής που μόνο επειδή έχει στον κόσμο υπάρξει
της Πλάσης έχει η ασχημιά σε ομορφάδα αλλάξει.
Γ'
Την είδα που περπάταγε ανάμεσα στα πλήθη.
Αρνάκι Αυτή και γύρω Της οι πεινασμένοι λύκοι.
Δ'
Την είδα που πλενότανε. Θάμπωνε την αυγούλα.
Ζώναν πουλιά τα πόδια Της κι αστέρια τη μεσούλα.
Α'
Κοίτη θερμή το στέρνο Της σε βαθουλό ποτάμι.
Το μύρο του δε χύνεται ούθε ήθελε να κάμει:
δύο ζαχαροκάμωτες οχτιές το κλείνουν στέρια
κι ήλιοι εκεί ποτίζονται και ξεδιψούν αστέρια.
Β'
Κρυστάλλινες κι ολόφωτες στήλες τα ποδαράκια
κι άλλοτε δυο αεικίνητα μικρούλια ζαρκαδάκια
με άλλα μέτρα τον μικρό τον κόσμο τον μετράνε-
σαν περπατούν χορεύουνε και στο χορό πετάνε.
Ε'
Τα μαγουλάκια ολάνθιστοι-ολόδροσοι ροδώνες
για μία θέση πάνω τους τ' άνθη κινούν αγώνες-
κι όλα νικούν και χαίρονται για τη μεγάλη νίκη
κι ολόκληρη η ήττα στον στρατό της ασχημιάς ανήκει.
Α'
Κάμπος ειν' η κοιλίτσα Της κι ο αφαλός λιμνούλα.
Και μέσα στην αβύθιστη του πόθου τη βαρκούλα
εμείς οι πολυδίψαστοι που δε βολεί να πιούμε
κι ας το πολυγυρεύουμε κι ας το πολυποθούμε.
Β'
Και όσες λίμνες και νερό να βρίσκαμε άλλες κι άλλο
το δίψασμά μας θα 'τανε σαν τώρα ίδια μεγάλο-
γιατί η λίμνούλα μόνο αυτή και τα δικά της πλούτη
ταιριάζουνε στη δίψα μας κι η δίψα μας σε τούτη.
Μα ούτε πως υπάρχουμε η χάρη Της δεν ξέρει
γι αυτό το βήμα Της εδώ ποτέ δε θα Τη φέρει.
Αγκάθια και ξερόχορτα φράζουν το μονοπάτι
και δεν υποψιάζεται το λατρεμένο μάτι.
Α΄
Και τα μαλλιά μεταξωτοί χείμαρροι που θροϊζουν
σαν μες στ' αυτιά Της μυστικό κάτι να ψιθυρίζουν.
Και ξεχωρίζουν δυο μικρές λεξούλες 'και ακούμε:
"σας αγαπούμε!" κι απαντά η ηχώ:"σας αγαπούμε!"
Β'
Ω! Τι γλυκά που σμίγουνε αγάπη με αγάπη...
τ' αυτιά με τα μαλλάκια Της, χειλάκι με χειλάκι...
Το χέρι με το χέρι Της..,στήθος με τ' άλλο στήθος...
Ζευγαρωτά πώς πάνω Της πλαντούν αγάπες πλήθος...
Ε'
Ανέσωστα τα θάματα' πολλές οι ομορφιές Της.
Κι απ' όλες ομορφότερες οι χάρες οι κρυφές Της
που δεν τις βλέπει άστρου φως ουτ' ήλιος και φεγγάρι
κι όπου περνά ούτε φαίνονται κι ούτε αφήνουν χνάρι.
Γ'
Ανέσωστα τα θάματα του ασύγκριτού Της κάλλους.
Αλλά τι θάματα ειν' αυτά που 'χουνε φκιάσει σκλάβους;
Γιατί ναι, σκλάβοι είμαστ' εμείς, αιχμάλωτοι, ναι, δούλοι,
με μια σκλαβιά πρωτόειδωτη, βαθιά ως το μαδούλι.
Δ΄
Με κίνημα ένα του ενός μικρού Της του δαχτύλου
μας σφεντονίζει στης χαράς τους κόσμους-τόσο αψήλου
και μ' άλλο ένα Της στης γης τον πόνο μας βουλιάζει
με το τσακάλι του Χαμού επάνω μας να ουρλιάζει.
Ε'
Α! Ο πιο μεγάλος έρωτας δε βλέπει παρά μόνο
απ' το μεγάλο το δεντρί ένα μικρούλι κλώνο.
Απάνω του γαντζώνεται-και πίνει τους χυμούς του
και των ριζών το πέλαγο ούτε το βάζει ο νους του.
Α'
Άλλοι αγαπήσαν το φιλί-τα χείλη αγαπούμε.
Β'
Άλλοι το μάτι αγάπησαν-μεις τη ματιά αγαπούμε.
Γ'
Άλλοι τα λόγια τα γλυκά-μεις τη φωνή αγαπούμε.
Δ'
Άλλοι τα χείλη' α! εμείς όλα Της τ' αγαπούμε.
Α'
Κι αν μας ρωτήσουνε γιατί-γιατί Την αγαπούμε
δεν ξέρουμε-απάντηση δεν έχουμε να πούμε.
Ε'
Και ποιος γιατί γεννήθηκε ξέρει-γιατί πεθαίνει;
Και ποιος καρπός ξέρει γιατί πάνω στο δέντρο δένει;
Γ'
Καρδούλα της καρδούλας μας, ψυχίτσα της ψυχής μας
ας έφτανε τουλάχιστο κοντά Σου η φωνή μας.
Τα τείχη ας επέφτανε τ' αποψινό το βράδυ
κι ως μες στ' αυτί σου ας έφτανε των λόγων μας το χάδι.
Κι αχ! μες στο ανεμόδαρμα του πόθου μας να σβηούσες
απόψε μόνο' κι αύριο, αν σε βολεί, ας ξεχνούσες'
κι αχ! μέσα στο ποτάμι μας τ' ορμητικό και τ' άγριο
απόψε να χανόσουνα-κι ας μη θυμάσαι αύριο.
Β'
Πέντε αλήτες εδώ δα, πέντε φυλακισμένοι
μ' όληνε τη λαχτάρα τους σε Σένα χαρισμένη.
Δ'
Μας καίει-μας πνίγει-μας πονά το άδοτο φιλί μας'
έλα Καλή μας-πρόφτασε-λάμψε στη φυλακή μας.
Ε'
Α! Ποια ευλογιά, ποιο μάγεμα-ποια μοίρα Τη μοιραίνει
και κάθε μέρα πιο πολύ-α-πιο πολύ ομορφαίνει;
Με κυματάφρι και φωτιά γλύπτη ποιανού τα χέρια
σκαλίσανε του κόρφου Της τα ολάσπρα περιστέρια;
Α'
Ευωδιαστή ποια λυγαριά εντός της έχει δέσει
κι έτσι λυγιέται και κουνά κι απαλοσειέται η μέση;
Σε ξωτικών ποιων μελισσών το μαγεμένο μέλι
βαφτίζει κάθε λόγου της-κάθε ματιάς τα βέλη;
Β'
Ποια ροδαυγούλα τυχερή τα χείλια Της φιλάει
και κείνα ροδοφέγγουνε κι η αυγή γλυκομεθάει;
Δ'
Η πρωινή πώς μπόρεσε και χώρεσε δροσούλα
μέσα στα τόσα κάλλη Της και τη δική της βούλα;
Γ'
Σε ποιους εμπήκε ανθαγρούς-ποιο ανθένιο περιβόλι
και πήρε από τ' άνθη του τη μυρωδιά τους όλη;
Και πόσες να προστρέξανε ανατριχίλες τάχα
μια της τριχούλα των μαλλιών να δέσουνε μονάχα:
Δ'
Ποιος τόσες έχει πάνω Της χάρες γλυκές ξεχύσει
και ποιος την τέτοια δύναμη έχει σ’ αυτές χαρίσει
που όταν γελά να χαίρεται του σύμπαντος κάθε άκρη
και να λυπάται σα φανεί στα μάτια Της το δάκρυ;
Ε'
Ποια μουσικούλα ν' άκουσε γλυκιά ,κι όπως εκείνη
μπορεί της έρημης ψυχής τους πόνους ν' απαλύνει,
έτσι κι από το στόμα Της ένα γλυκό λογάκι
φτάνει να διώξει μιας ζωής ολόκληρης φαρμάκι;
Γ'
Καρπός ποιος στης φωνούλας της την παιχνιδιάρα μήτρα
εμπόλιασε τη δύναμη για ρίζωμα, για φύτρα,
και όταν παιχνιδιάρικα μιλεί δεντρί ανθίζει
και της ψυχής μας το κενό με τ' άνθη του γεμίζει;
Δ'
Με ποιο θολό σκοτείνιασμα και πίκρας ποια πελάγη
προικίσανε το αθώο Της παράπονο ποιοι μάγοι
που όταν διαμαρτύρεται ήρεμα και θλιμμένα
μοιάζουν του κόσμου οι χαρές πουλάκια πεθαμένα;
Α'
Ποιες αύρες το βελούδινο το δέρμα Της χαδέψαν
και με φρεσκάδα το 'ντυσαν και με δροσιά το στέψαν;
Τεχνίτης ποιος κατέχοντας της Ομορφιάς ποιο νόμο
τον απαλόχυτο έπλασε και στρογγυλό Της ώμο;
Ε'
Μέσα σε κάποιου πρωινού το παγωμένο χνώτο
ποια δαχτυλίδια επάλεψαν και ποιο εβγήκε πρώτο
και γέρας ποιο κραδαίνοντας και δείχνοντας ποια ζέση
τη λατρευτή γλυκόσφιξε κι ανέγγιχτή Της μέση;
Β'
Αιώνες πόσοι υπομονής και τέχνης ποιας η γνώση
έχουνε τη σοφία τους ολόκληρη αναλώσει
και ποιαν ιδέα είχανε για πρότυπο εξαισία
για να σκαρώσουν των σεπτών γλουτών την πανδαισία;
Γ'
Ποιας αμμουδιάς η ερημιά σαν παίρνει και βραδιάζει-
ποιας βουνοράχης το δριμύ και σουβλερό αγιάζι
της απουσίας Της έχουνε τις ώρες σημαδέψει
και η ψυχή ’ρημώνεται σα βγει Αυτή απ' τη σκέψη;
Δ'
Και αχτιδούλες ποιου φωτός-κι ηλιού ποιες θυγατέρες,
κι από κρυφές τριαντάφυλλα και ρόδινες ποιες σέρες
ζυμώθηκαν και πλάστηκαν από ποιου Μάη αγέρι
κι αιθέρια είναι δάχτυλα τώρα σε κάθε χέρι;..
Β'
Στέκει ο χειμώνας άπορος κι η λύπη τον κυκλώνει
όταν θα έρθει ο καιρός στη γη να ρίξει χιόνι:
με όσο πείσμα, όσο βαθιά στη μνήμη του κι αν ψάχει
γέροντας είναι και ξεχνά τι χρώμα πρέπει να ’χει.
‘Τότε στο δώμα της μικρής χιλιόμορφης πηγαίνει
όταν Εκείνη το άρωμα του ύπνου ανασαίνει
κι ενώ με το 'να χέρι του τα γένια του κρατάει
με τ' άλλο του τα στήθη της γυμνώνει και κοιτάει.
Το άσπρο τους τ' ανήλιαγο κι άγουρο τον ζαλίζει
και του χιονιού το άσπιλο το χρώμα του θυμίζει'
και ρίχνει χιόνι και γελούν και χαίρονται οι ανθρώποι
χωρίς να ξέρουν πού χρωστούν αυτό το φωτροκόπι.
Και μείς που ξέρουμε, και μείς, που 'μαστ' η ίδια η γνώση
το μάτι μας την άφατην ασπράδα δε θα νιώσει'
και μεις που κι η ιδέα του μονάχα μάς στυλώνει
μόνο το κρύο και την ερμιά θα πάρουμε απ' το χιόνι.
Γ'
Κι η Άνοιξη όταν πρόκειται στης γης ναρθεί τα μέρη
παίρνει ένα καλαθόπλεχτο γιγάντινο πανέρι
και βάζει εντός του τους καρπούς που θα 'μπουν μες στο χώμα-
που μέσα τους αγέννητο πλαντάζει κάθε χρώμα-,
κι ένα πρωί το ακριβό πανέρι της το βάζει
στο παραθύρι όταν Αυτή χτενίζεται κι αλλάζει.
Κι οι σπόροι λιώνουν, και μεθούν, και καίγονται, και σβηούνε
τα μάγια και τα θάματα τα μάτια τους σα δούνε.
Κι ελπίζοντας το χέρι της μια μέρα να τα κόψει
ανθούν παντού τα λούλουδα κι η γης αλλάζει όψη.
Κι-ας ειν' καλά-η Άνοιξη καμώνεται δικό της
πως είναι το ξεφάντωμα που χαίρει η ανθρωπότης.
Δ'
Και το φθινόπωρο αν πεις, όλα απ' Αυτήν τα παίρνει.
Η πλάση το κεφάλι της αν λυπημένα γέρνει
το κάνει γιατ' η Όμορφη έγειρε το δικό της
ώστε το δάκρυ να μη δουν τ' άστρα στο πρόσωπό Της.
Κι αν του φθινόπωρου η βροχή θλίψη στη γη σκορπίζει
είναι που με το δάκρυ Της τον πόνο της καρπίζει…
Κι όταν τα δέντρα γυμνωθούν-τα φύλλα όταν ρίξουν
είναι που θέλουνε κι αυτά τον πόνο τους να δείξουν.
Και χύνει δάκρυα η Όμορφη καυτά γιατί νομίζει
πως στης αγάπης τα νερά μονάχη αρμενίζει'
και την αλήθεια ενώ εμείς ξέρουμε να Της πούμε
να μας ακούσει δεν μπορεί όσο κι αν Της μιλούμε.
Ε'
Θυμάμαι όταν την κράταγε στα χέρια του το Θέρος.
Φωλίτσα στα μαλλάκια Της είχε σκαρώσει ο Έρως.
Το φουστανάκι στο καυτό το σώμα μια κολλούσε
και μία, πλαταγίζοντας, ’δρωμένο, σπαρταρούσε.
Ωραία που εφάνταζε γεμάτη καλοκαίρι…
Δεμάτι το κορμάκι Της και δρέπανο το χέρι.
Τα ρόδινα χειλάκια Της ρυάκια ξεραμένα
και τα λυτά μαλλάκια Της αστάχια μεστωμένα.
Τα ποδαράκια Της γυμνά σαν κρίνα σε γλαστρούλες΄
τα μπράτσα ολοξέσκέπαστα να καίνε τις καρδούλες
κι ο κόρφος Της-α ο κόρφος Της! δυο φρέσκες θυμωνίτσες
μ' ακόμα εντός τους τις πρωινές κρυφές δροσοσταλίτσες.
Να Την αγγίσω επόθησα μες απ' το παρεθύρι
και άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το λιοπύρι'
και μπρος στο κάμα που άναβε στο σώμα μου η θωριά Της
του ηλιού ήταν το κάψιμο δροσόλουτρο και μπάτης.
Α'
Χαμένο να Τηνε κρατεί μια μέρα είδα το δείλι.
Της Νύχτας φαίνονταν μακριά η ζοφερή της Πύλη
κι Αυτή λουσμένη με του ηλιού τις τελευταίες αχτίδες
της οικουμένης κένταγε τις αυριανές ελπίδες.
Κι άνοιγε τα χεράκια Της διάπλατα στον αγέρα
και πρόβαλαν τα στήθη Της πι' όμορφ' από τη μέρα.
Και στα ουράνια εσήκωνε τα μάτια Της τα σπάνια
κι από τη ζήλεια καίγονταν ραχούλες και ρουμάνια.
Κι έτσι πλατιά κι έτσι βαθιά κι έτσι αγνή και πλέρια
του Πρώτου Πόθου εφάνταζε του Σκοτεινού ιέρεια-
του Πόθου κόσμους που γεννά και κόσμους που αφανίζει-
του ίδιου που τη σάρκα μας πυρώνει και φλογίζει.
Ύστερα απαλαφήνοντας πάνω στο χώμα πάλι
όσα προστρέξανε να μπουν στην ποθητή αγκάλη
τα χάδευε-τους έλεγε: "συχάστε, είμαι μαζί σας…"
τα χάδευε-τους έλεγε¨συχάστε,είμαι δική σας…".
Β'
Και τ' αψεγάδιαστο είδαμε κορμάκι το λαφίσιο
μια νύχτα που λουζόντανε στο φως το φεγγαρίσιο.
Νεράιδες στέκαν δεξιά, Νύμφες αριστερά Της
και πλέναν με τα μύρα τους τα κάλλη τα κρυφά της.
Και πετσετούλα ο ουρανός μ' αστέρια στολισμένη
να Τη σκεπάσει έτσι Υγρή κι Ωραία περιμένει.
Γ'
Α! Και μι' αχτίδα να 'μουνα του φεγγαριού ασημένια
κι αυτή τη νύχτα ν' άγγιζα τα χείλια τα μελένια!..
Β'
Κι όταν μονάχη έμεινε μες στης Νυχτιάς το Στόμα
εξάπλωσε κατάχαμα στης γης το μέγα στρώμα.
Και να! Δαιμόνια αόρατα και τριχωτά Τη ζώνουν-
και να! τα χέρια τους τ' αδρά στ' άσπρο κορμάκι απλώνουν.
Και να! Ριγεί το θείο κορμί.. δονείται.. πάλλει.. σφύζει..
και το κεφάλι ξέπνοο στο πλάι να! γυρίζει.
Και να! Τα μάτια κλείνουνε...χλωμαίνουνε τα χείλη…
και να στην άλυπη φωτιά το γέννημα του Απρίλη.
Ω! Μυστικό προσκάλεσμα! Ω! Κρύφια ανατριχίλα!
Συθέμελο ξερίζωμα και φλόγισμα ως τα φύλλα!
Πανάρχαιο αντιφέγγισμα στου Κόσμου τον Καθρέφτη!
Κραυγή του που σ' απύθμενο, σκότιο πηγάδι πέφτει!
Κραυγή Ανθρώπινη! κραυγή που λέει στ' άστρα: "υπάρχω!"
Σοκάκι κοσμοπλήμμυρο στης μοναξιάς το βράχο!
Κρίκε που σπάζεις τις βαριές τις άλυσες του Τώρα
και που χαρίζεις του Αεί τ' αχάλαστα τα δώρα!
(Οι φυλακισμένοι λέγοντας τα παρακάτω αποκοιμιούνται)
Α'
Α! αι να ήμουν εν' αστέρι
στον ουρανό που 'χε στο χέρι!
Β'
Α! Και να ήμουν λίγο μαύρο
μέσα στο μάτι Της το λάβρο!
Γ'
Α! αι να ήνουνα εν' άνθος
στο μενεξένιο Της το πάθος!
Δ'
Α! αι στου στήθους Της το κάστρο
το βραδινό του να 'μουν άστρο!
Ε'
Α! αι να ήμουνα μια φλόγα
στην πυρκαγιά που καίει τη ρόγα!
(τα φώτα σβήνουν και ξανανάβουν. Μπαίνει το Μαυρόπουλο)
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Ένας απ' τους αρίθμητους γιους είμαι της Αλήθειας
της μιας και της αιώνιας, της άφθαρτης Αλήθειας,
φτιαγμένης απ' τα ψέματα που 'ναι γεμάτη η πλάση-
ψματα που στην πλάση της αυτή έχει μοιράσει.
Κάθε της γιο κι αδέρφι μου το έχει ορμηνέψει
που ένα ψέμα να μπορεί σωστά να διαφεντέψει
ώστε αυτή αδιάφθορη να μένει πάνω απ' όλα
και μόνο να 'χει να σκορπά νάματα φεγγοβόλα.
Εμένα του Μαυρόπουλου ο κλήρος μου ’χει ορίσει
το μονοπάτι που οδηγεί απ' τ' Όνειρο στη Ζήση.
Τ’ ανάμεσό τους σύνορο είναι δικό μου χτήμα
κι ουτ' ένα δεν επάτησε μέσα του ξένο βήμα.
Μον' αν κανένα όνειρο θέλει στη ζήση να 'βγει
το πάω με της φτερούγες μου στης ζήσης το κονταύγι'
κι αν μια ζωή μες στ' όνειρο θελήσει να βυθίσει
ταχύ το μαύρο μου φτερό θα τηνε κουβαλήσει.
Κ ι αν ειν' η ζήση μια σκλαβιά, τ' Όνειρο πιο μεγάλη'
κι αν είναι τ' Όνειρο σκλαβιά, η ζήση πιο μεγάλη
κι όποιος απ' όπου βρίσκεται θελήσει αλλού να πάει
δε θα προφταίνει βάσανα και πίκρες να μετράει.
Μα εγώ σα δω την πεθυμιά, τα δυο φτερά μου απλώνω
και τα δυο μέγα ψέματα με τάχος γεφυρώνω.
Το σώμα παίρνω επάνω μου, τον κρύο αγέρα σκίζω
κι απ' το 'να το βασίλειο στο άλλο το γκρεμίζω.
Κι αγύριστα κι ατέρμονα μένει εκεί κι αιώνια.
Γι αυτόν δεν έχει αστερισμό και δε μετράνε χρόνια.
Και κλαίει και οδύρεται για κείνο που δε βρήκε
ή-ποιος το ξέρει-ίσως να κλαίει για κείνο που αφήκε.
Φορές περνώντας κάποτε μετά 'πο τη δουλειά μου
στέκομαι λίγο για να δω τα έργα τα παλιά μου'
όπως αυτούς εδώ-αυτούς τους πέντε λιμασμένους
που νύχτα πάντα όπως περνώ τους βρίσκω κοιμισμένους.
(Δυνατά-οι φυλακισμένοι ένας ένας ξυπνάνε)
Ξυπνήστε αποβράσματα! Ορθοί κορμιά χαμένα!
Ορθοί σταθείτε μια φορά! Ορθοί σκυλιά δαρμένα!
Ορθοί ανάξια πλάσματα! Γενιά καταραμένη!
Ορθοί σ' όσους που δώσατε αγώνες νικημένοι!
Ορθοί κλαψιάρηδες! Ορθοί βρώμικοι κουρελήδες!
Ορθοί του θάρρους οι εχθροί! Ορθοί δειλιάς μπεκρήδες!
Ορθοί εσείς ακούραστα της θλίψης τυλιγάδια!
Ορθοί απύθμενα, ξερά της πεθυμιάς πηγάδια!
Ορθοί ελπιδανέλπιστοι! Ορθοί παραδαρμένοι!
Ορθοί αναποφάσιστοι, άψυχοι, πεθαμένοι!
Ορθοί που ολομίσητοι θέτε ν' αγαπηθείτε!
Ορθοί π' ούτε στα πόδια σας μπορείτε να σταθείτε!
Ορθοί που θέλετ' έρωτα κορμιά σακατεμένα!
Ορθοί που θέλετ' έρωτα σακιά σεις αδειασμένα!
Ορθοί ανήμπορα κορμιά βαριάρρωστου σακάτη!
Ορθοί που περιμένετε σε σας ναρθεί 'αγάπη.
Ορθοί! Που επιστέψατε ότι εδώ θα βρείτε
την ευτυχία-στο κάστρο της πως μέσα θε' να μπείτε!
Ορθοί…που στο μικρούλι του σας παίζει δαχτυλάκι
ένα γελοίο, πρόστυχο, χαμένο κοριτσάκι.
(στα τελευταία λόγια του Μαυρόπουλου οι φυλακισμένοι ταράζονται. Ο Γ' φυλακισμένος πιάνεται από δυο κάγκελα και κοιτάζοντας προς το Μαυρόπουλο τα τραντάζει. Δυνατά)
Γ'
Άκουσ' εδώ βρωμόπουλο...το στόμα σου να κλείσεις…
(μικρή παύση' σιγανά)
Γι Αυτήνε άλληνε φορά έτσι να μη μιλήσεις.
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Γιατί; Σαν ποιο αντίβαρο στο λόγο μου θα εμέτρα;
Να μου πετάξεις δόλιε μου δεν έχεις ούτε πέτρα.
Β' (κατευναστικά)
Πουλί, μη συνερίζεσαι αν κάποιος μας θυμώνει.
Είμαστε μόνοι μας εδώ κι η απελπισιά μας ζώνει.
Και μένει οκνό το σώμα μας κι ο νους μας δε 'λαφραίνει
κι όντας η θλίψη περισσή ο λόγος μας βαραίνει.
Ελπίδα μέσα στη σιωπή μόνη μας συ απομένεις.
Συ που αγέρα λεύτερο, καθάριον ανασαίνεις.
Ο λόγος σου σαν βάλσαμο κάθε πληγή μας κλείνει
σα μας μιλάς-συχώρα με-σα μας μιλάς για Κείνη.
Συχώρα πέντε αγιάτρευτους-πέντε ξεμωραμένους
απ' όλους καταφρόνετους-απ' όλους ξεχασμένους.
Συχώρα τους που θέλουνε μέσα στην καταιγίδα
ν' ακούσουν ένα μήνυμα που δίνει μιαν ελπίδα.
Συχώρα που όταν έρχεσαι για Κείνην σου μιλάμε
και ό,τι ξέρεις να μας πεις νέο Της σου ζητάμε.
Συχώρα τη μονάξα μας που θέλει παρηγόρια
και φέρτηνε στο λόγο σου απ' το θυμό σου χώρια.
Και πες μας αν δεν παίρνουμε από τη δουλειά σου χρόνο
τα λόγια που θα σβήνανε τον τόσο μας τον πόνο:
Την είδες στο ταξίδι σου; Μην έξω πια δε βγαίνει;
Γιατί δεν τηνε βλέπουμε; Μη κάτι Της συμβαίνει;
Έχει τρεις μέρες να φανεί. Μην παίρνει άλλο δρόμο;
Μόνο μια σκέψη σαν αυτή κάνει διπλό τον τρόμο.
Χωρίς Της πώς θα κάνουμε που δίχως τη θωριά Της
η νύχτα όλα επάνω μας θα στείλει τα θεριά της;
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Παλιόσκυλο, παλιάλογο, ασχημομούρη, πλάνε,
τα όμορφα τα λόγια σου σε μένα δε μετράνε.
Κι αν θα σας πω τα νέα της είναι που αυτά θα φέρουν
διπλόν καημό στα στήθια σας που κιόλας υποφέρουν.
Φεύγει η καλή σας' αύριο κιόλας μετακομίζει.
Αγέρας κρύος κι άρμενος απόψε την κοιμίζει.
Για μια πατρίδα τα πανιά τ' ανοίγει αύριο άλλη
(γελάει)
την ευτυχία γυρεύοντας και κείνη τη μεγάλη.
Αύριο...Και να...επέρασα για να σας το προφτάσω-
καιρό-καιρό θέλω κι εγώ λιγάκι να γελάσω…
(μικρή παύση)
Α! Τους καημένους…δε μιλούν... βουβάθηκαν... σιωπούνε..
Α! Τους καημένους, τίποτα δε βρίσκουνε να πούνε.
Ε'
Αγαπημένο μας πουλί-ξέρω-μας κοροϊδεύεις
Το 'πες και συ πρωτύτερα-θέλεις να μας παιδεύεις.
Θες να χαρείς-το 'πες κι εσύ-να παίξεις θες μαζί μας
γι αυτό και με τα ψέματα πικραίνεις την ψυχή μας.
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Είναι φορές που θα 'θελα κι εγώ να ψεματίσω
και με το ψέμα για κρασί θα 'θελα να μεθύσω.
Μα είναι αδύνατο για με-κι αν το ποθούσ' ακόμα
ψέμα ποτέ δε θα 'βγαινε απ' το πικρό μου στόμα.
Κι όταν η μέθη δω εσάς πού έχει οδηγήσει
όχι-δε θα 'θελα ποτέ όπως αυτό μεθύσι…
Πέντε βρωμιάρηδες εδώ-πέντε κορμιά χαμένα-
παράδειγμ' άλλο από σας δε θέλω εγώ κανένα.
Λοιπόν αλήθεια σας μιλώ. Φεύγει και σας αφήνει.
Κι αν έτσι κι η ελπίδα σας η τελευταία σβήνει
εγώ ουτ' είχα τίποτα, ουτ' έχασα… Μα τώρα
θα με σχωρέσετε θαρρώ. Περνά γοργά η ώρα.
Φεύγω. Αργός δε στέκομαι όπως εσείς. Δουλεύω.
Κι αν απ' τις τόσες μου δουλειές χρόνο λιγάκι κλέβω
και σας να βλέπω έρχομαι, είναι που όταν φύγω
μες σε βαρύτερον καημό και πόνο σας τυλίγω.
Γεια σας. Και κλάψετε. Κι εγώ με τον δικό σας θρήνο
δάκρυα όχι λύπησης παρά χαράς θα χύνω.
Έτσ' η Αλήθεια η άσφαλτη να κάνω έχει θελήσει
κι είναι σωστό κείνο που αυτή μονάχα έχει ορίσει.
(το Μαυρόπουλο βγαίνει. Ενώ λέγονται τα παρακάτω, τα φώτα αλλάζουν θέσεις ακανόνιστα, οι φυλακισμένοι παραπαίουν και τέλος τα φώτα σβήνουν)
Α' Όχι, δεν ετοιμάζεται να πάει σ' άλλους τόπους.
Β' Κοντά μας θα 'ρθει.
Γ' Μας ποθεί.
Δ΄
Μας αγαπά.
Ε ΄
Μας θέλει.
Α'
Ο πόθος μας, αβάσταχτος, με βία την αρπάζει…
Β'
…και τηνε φέρνει εδώ…
Γ'
…εδώ…
Δ'
…κοντά μας θα τη φέρει…
Α' Κοντά μας…
Β' …ο αβάσταχτος...
Γ' …ο πόθος…
Δ΄… θα τη φέρει...
(τα φώτα ανάβουν στο δωμάτιο της Ντόρας. Η Ντόρα ξυπνάει και σηκώνεται συνεπαρμένη.
Χρόνος: πρωί της 16 Μάη 1991)
ΝΤΟΡΑ
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές αγαπημένες…
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε μορφές μου λυπημένες…
Μη χάνεστε-μη σβήνετε-μην κρύβεστε-μην πάτε…
Μη στα παλιά σας τ' άφωτα μέρη ξαναγυρνάτε…
Σταθείτε' μη μ' αφήνετε στον κόσμο αυτόν μονάχη'
ειν' η ζωή βαθύς γκρεμός και κάτω άγριοι βράχοι'
κι ο μόνος δρόμος ειν' αυτός στους ζωντανούς που μένει.
Σταθείτε. Δείτε-δίχως σας είμαι κι εγώ χαμένη.
Σταθείτε, Κι αν δεν ήμουνα όμορφη, έχω γίνει.
Τα λόγια σας τα όμορφα μ' έχουνε ομορφήνει.
Μέσα μου η αγάπη σας ρίζωσε κι έχει ανθίσει-
σταθείτε-σας εγνώρισα-σας έχω αγαπήσει.
Α! Έτσι ωραίες τ' Όνειρο χαρές όταν μας φέρνει
ας μην η ώρα ερχόντανε που τ' Όνειρο μας παίρνει.
Ας μην εχάνονταν ποτέ στου ανύπαρκτου τα πλάτια
ό,τι του πρέπει σε χρυσά να κατοικεί παλάτια.
Σταθείτε-σας σφιχτόκλεινα στο νου μου και στη σκέψη
πριν τα γλυκά τα λόγια σας τ' αυτί μου ακόμα γέψει.
Σταθείτε. Μες στην άχαρη ζωή που ως τώρα ζούσα
εσάς αγαπημένοι μου! εσάς! –εσάς! ζητούσα.
Για σας βαστάω το φιλί και το γλυκό μου χάδι
για σας των δυο μου των ματιών βάθαινα το σκοτάδι
για σας νεράκι της ψυχής πότιζα εγώ το σώμα
για να το βρείτ' έτσι ζεστό κι έτσι δροσάτο ακόμα.
Σταθείτε-μη-μη φεύγετε: ολ' η φωτιά στα στήθη
και όλα όσων ψάλλατε των αρετών τα πλήθη
για σας τ' απαλοστέριωσα στο τρυφερό κορμί μου΄
για σας η κάθε σκέψη μου κι η έγνοια η πιο κρυφή μου.
Σταθείτε-σαν φαντάσματα μη χάνεστε-μη σβήτε
Ω! Μη αγαπημένοι μου-μη φεύγετε-σταθείτε'
Α! Τον αιώνιο θα 'δινα τον ύπνο στον εαυτό μου
αν ήξερα αιώνιο πως θα 'ταν τ' όνειρό μου.
Μη φεύγετε άστρα λαμπερά του σκοτεινού μου δρόμου:
αν όνειρο σας γέννησε, ήτανε τ' όνειρό μου.
Ζωής κι Ονείρου μια φορά οι στράτες όταν σμίξουν
δένονται και δε γίνεται ποτέ ν' αποξεσμίξουν.
Σταθείτε αγαπημένοι μου-στον κόσμ' όπου αν γυρίσω
έχθρα και κάκια κι απονιά κι αμάχη θ' αντικρύσω.
Σε σας γαλήνη και βαθιά φιλιά κι αγάπη εβρήκα
κι η ποθητή μου θέλω αυτά να 'ναι κι η μόνη προίκα.
Κοιτάτε με όπου βρίσκεστε: αδύναμη... μικρούλα…
φόβο γεμάτ' η τρυφερή, φτωχούλα μου καρδούλα…
Πού πάτε; Πού μ' αφήνετε; Και πώς να πολεμήσω
που 'χω μπροστά μου τον γκρεμό κι έχω το ρέμα πίσω..
Πώς με φυσέκια τη λεπτή μεσούλα μου να ζώσω…
Πολέμου πώς στα χέρια μου σημαία να σηκώσω…
Ο κόσμος ζούγκλα γύρω μου κι εγώ μικρό αρνάκι'
με ζώνουν άγρια τέρατα, λύκοι, θεριά και δράκοι.
Στον πύργο της ειρήνης σας, στου πόνου σας τον κάμπο
ένα μικρούλι ανοίξετε πορτάκι του για να 'μπω'
με τα κορμιά σας το μικρό κορμάκι μου σεις ζώστε
κι απ' του χαμού τη συφορά καλοί μου, να με σώστε.
Ένα τεράστιο η Πλάση μας χρυσόμαυρο καβούρι
που κουβαλεί ολοσκότεινο στη ράχη του κιβούρι
κι όποιον δεν τρέχει, η φοβερή δαγκάνα τον αρπάζει
και μές στο άλυπο κουτί για πάντα τονε βάζει.
Και μένα τα ποδάκια μου κουκλίστικα παιχνίδια'
Και μένα τα χεράκια μου δέντρου χλωρού στολίδια'
και το κορμί μου νιόφυτο βλαστάρι-και το στόμα
του έρωτα το φίλημα δεν τό 'γεψεν ακόμα.
κι όλα σε σας-ψυχή, καρδιά, σώμα-σε σας χαρίζω:
δικά σας όλα-τίποτα δικό μου δεν ορίζω.
Η ύπαρξή μου, ό,τ' ειν' αυτή, ολόκληρη ειν' δική σας-
πάρτε με αγαπημένοι μου-α!-πάρτε με μαζί σας!
Κ ι απ' την πικρή σας φυλακή χρυσή βαρκούλα φκιάνω
και σε γαλήνιας θάλασσας την απλωσιά τη βάνω
και μέσα της γνωρίζουμε κι εσείς κι εγώ και κείνη
την ακατάλυτη χαρά και τη φαιδρή γαλήνη.
Σταθείτε. Μες στο στήθος μου δε φτάνει να σας κλείνω
μέσα σας θέλει να κλειστεί και να χαρεί κι εκείνο.
Δίχως αγάπη άχρωμη, νεκρή θαν' η ζωή μου΄
κοντά σας ατελείωτο το φωτεινό πρωί μου.
Α! Το κακό Μαυρόπουλο καλοί μου μην τ' ακούτε,
Μέσα στα μάτια αυτό ποτέ δε με κοιτάζει, κι ούτε
ποτέ κοντά μου ετόλμησε για λίγο να πετάξει-
να κελαδήσει δεν μπορεί, μόνο μπορεί να κράξει.
Δεν έφυγα. Δεν έλειψα. Εδώ 'μαι. Περιμένω.
Και το μεγάλο μυστικό καλά κρατώ κρυμμένο.
Σε σας, σε σας, μόνο σε σας το χέρι εγώ θ' απλώσω
κι ό,τι κρατώ απλόχερα κι ακράτηγα θα δώσω.
Αν είναι ψέμα τ' Όνειρο κι ειν' η Ζωή αλήθεια
τότε μεγάλη κουβαλώ μία ψευτιά στα στήθια'
κι αν είναι ψέμα η ζωή και τ' όνειρο μαχαίρι
τότε κοιτάτε με: ειμ' εγώ σφαγμένο περιστέρι.
Πλάση μου-Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως με πόθο κλείνει
το πεφταστέρι ο ουρανός κι εκείνο εντός του σβήνει
έτσι και μένα θα 'θελα ένας πόθος να με κλείσει
κι έτσι κι εμέ το λαμπερό τ' αστέρι μου να σβήσει.
Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ. Μα όπως χελιδόνι
μονάχο του αν εξέμεινε πεινάει και κρυώνει
έτσι αν εδώ μ' αφήσουνε κρύο κι εγώ θα νιώθω
για της γλυκιάς της ζέστας τους λιγώνοντας τον πόθο.
Πλάση μου- Κόσμε σ' αγαπώ' μα ως κλαδί ελάτου
γοργά στη φλόγα καίγεται και στάχτη αφήνει κάτου
μες στης φωτιάς τους θέλω εγώ να πέσω την αγκάλη
και στάχτη εκεί να γίνουνε τα παιδικά μου κάλλη.
Κι ως ανεβαίνει ο καπνός να βρει το συννεφάκι
κι ως ανεβαίν' η προσευχή που κάνει το παιδάκι
έτσι κι εγώ να βγω ζητώ έξω απ' αυτή την Πλάση
και στης ατέλειωτης χαράς να πάω το γιορτάσι.
Να 'ρθώ εκεί που ειστ' εσείς γλυκά χλωμά μου ταίρια
τα χέρια σας να κλείσουνε σφιχτά τα δυο μου χέρια
και 'γω κλαδάκι και χορδή, σεις φλόγα και δοξάρι
να ξεπεράσουμε του ηλιού και του βιολιού τη χάρη.
Το περιστέρι-πάρτε με!-ψάχνει τ' αβρό του ταίρι'
η κοίτη το ποτάμι της' το άδραγμα το χέρι'
τ' άνθος ποθεί να μυριστεί' το δέντρο να καρπίσει'
η αυγή τη νύχτα τη βαθιά ζητάει ν' αχνοφωτίσει.
Kι αν εζητήσατε από με μονάχα ένα βλέμμα
δική σας δίνω την καρδιά και της ψυχής το αίμα.
Kι αν τον ανθό ενός φιλιού ποθείτε από μένα
και κλάδοι του και ρίζες του σε σας-να!-χαρισμένα.
Κι αν τη μορφή μου από μακριά ζητούσατε να δείτε
στα χέρια σας κοιτάξετε κι εκεί θα τηνε βρείτε΄
το τραγουδάκι που 'πατε ήρθε ως εμέ, με παίρνει
κι ανάφλογη στην ακριβή αγκάλη σας με φέρνει.
Κι είμαι γλυκιά και ποθητή κι η ομορφιά μου θάλλει
κι απ' όση δίνω εγώ σε σας πιότερη νιώθω ζάλη.
Πάρτε με στο τραγούδι σας-πάρτε με στην ψυχή σας'
όπου και να 'στε πάρτε με-α!-πάρτε με μαζί σας!
(μπαίνει η μητέρα της Ντόρας. Έχει ακούσει τα τελευταία της λόγια)
ΜΗΤΕΡΑ
Κόρη μου άκουσα καλά; Τι λες; Ποιος να σε πάρει;
Ακόμα ουτ' ένα δώρο της η νιότη σου δε 'χάρη.
Ή μη δεν άκουσα καλά; Μην ύπνος με κατέχει
και σε ονείρων φαντασιές ο νους μου ακόμα τρέχει;
ΝΤΟΡΑ
Βέβαια κι άκουσες καλά' μα 'χεις κακά 'ξηγήσει.
Για τα καλά κι αγύριστα τ' όνειρο σ' έχει αφήσει.
Μόνο ξεχνάς πως στήνουμε θέατρο στο σχολείο
κι ότι εγώ όχι ένανε, μα ρόλους έχω δύο.
Λοιπόν νωρίς εξύπνησα και άρχισα να λέω
στα ίδια λόγια ψάχνοντας νόημα να δώσω νέο.
ΜΗΤΕΡΑ
Με τρόμαξες. Μα γρήγορα. Βιάσου. Περνά η ώρα.
Παράτησε την πρόβα σου κορούλα μου για τώρα.
Όλα στα έχω έτοιμα. Πλύσου, χτενίσου, ντύσου
κι έλα να φας το πρωινό που καρτερεί φαί σου.
(Βγαίνει η Μητέρα'. Μπαίνει το Μαυρόπουλο χωρίς να το δει η Ντόρα και κρύβεται πίσω από την κουρτίνα)
ΝΤΟΡΑ
Αλήθεια. Όλα έτοιμα. Κι όλα σ' αυτούς με πάνε.
Τον κύκλο τον ατέλεστο να κλείσω μου ζητάνε.
Τι 'τανε τάχα η ζωή προτού να νιώσω ακόμα;
Μια νύχτα που μου σκέπαζε μάτια κι αυτιά και στόμα.
Και τι αφότου ένιωσα; Μια παγωμένη μέρα
μ' απάντητα ρωτήματα να γέμουν τον αέρα.
Μ' εμπόδαγε το ρώτημα το μέγα ν' ανασάνω:
γιατί φανερωθήκαμε στης γης τη φλούδα πάνω-
γιατί απ' το φως κι απ' το νερό κι απ' τ' αγεριού το πνέμα
πλάστηκα εγώ ,ένα μικρό δοχείο γεμάτο μ' αίμα;
Κ ι απάντηση δεν έβρισκα ίσα μ' αυτό το βράδυ
που των μελένιων λόγων τους με άγγιξε το χάδι.
Που της σκλαβιάς τους της βαριάς τα αιμάτινα σημάδια
την ύπαρξή μου γέμισαν που ως τώρα ήταν άδεια΄
που του ονείρου τα φτερά με φέρανε κοντά τους
και γνώρισα τον πόνο τους και είδα τα δεσμά τους.
Που η λύπη τους με άγγιξε-με τύλιξε-με ντύνει
καθώς σεντόνι τον νεκρό στην κρύα πάνω κλίνη.
Κι απάντηση δεν έβρισκα ώσπου είδα τη μορφή τους.
Ώσπου άκουσα την άψυχη, αδύναμη φωνή τους.
Ώσπου την κρύφια φρίκη τους δική μου έκαμα φρίκη
κι ακονισμένο τη φορώ μαχαίρι δίχως θήκη.
Και μέσα τους κοιτάζοντας σαν σε καθρέφτη μαύρο
τον εαυτό μου μέσα 'κεί κλεισμένο έμελλε να 'βρω.
Κι ενώ δεσμά τούς δένουνε αυτούς ατσαλωμένα
μια λευτεριά παράταιρη στεφάνωσεν εμένα.
Για πρώτη τότε μου φορά είδα τον εαυτό μου.
Για πρώτη τότε μου φορά είδα το πρόσωπό μου.
Είδα ποια ειν' η πρωτινή ουσία η κρυφή μου
κι εννόησα το χρέος μου ποιο είναι το βαρύ μου.
Να φεύγει ειδ' από μέσα μου κάθε μου φόβος κι έγνοια
να σβει κάθε μου μέριμνα μικρή και τιποτένια.
Και δένοντας τον πόνο τους στο δάχτυλό μου βέρα
μες στης αγάπης ένιωσα να χάνωμαι τη σφαίρα.
Και το κουτί το μυστικό, το μυριοκλειδωμένο
μονάχο του μου χάρισε ό,τ' είχε φυλαγμένο.
Κι ούτε μεγάλη να γινώ περίμενε ήρθε- τώρα!
Α! Της αγάπης η φωτιά δε λογαριάζει ώρα.
Κι ούτε βαρύ κι αβάσταγο το χάρισμά της μοιάζει.
Σαν πουπουλάκι ειν' αλαφρύ κι όλα τα βάρη σκιάζει.
Κι ούτε καημούς δίνει ποτέ-μόνο χαρά χαρίζει
κι ούτε ποτέ 'χει τελειωμό μα πάντοτε αρχίζει.
Σαν ένα αιώνιο πρωινό μοιάζει και σαν δεντράκι
που κάθε τόσο ξεπετάει το πρώτο πάντ' ανθάκι'
και σαν το που στο πρώτο τους σμίξιμο δίνουν χάδι
και φίλημα, οι εραστές, κρυμμένοι στο σκοτάδι.
Και πήρα την απάντηση στο μέγα 'ρώτημά μου
Το μέγα που δε γνώριζα γνώρισα μάθημά μου'
έμαθα: εγεννήθηκα για να γινώ Αγάπη
και μέσα της τ' ανθρώπινα όλα να πνίξω πάθη.
Έμαθα: αν πάνω εδώ στη γη θα 'ρθει κανείς να ζήσει
είναι γιατί ν' αγαπηθεί χρωστάει και ν' αγαπήσει,
έτσι που ον πάνω στη γη μην απομείνει ουτ' ένα
που της Αγάπης ναν' γι αυτό τα μύρια δώρα ξένα.
Κι ουτ' ειν' η Αγάπη χίμαιρα και φαντασίας γέννα'
Υπάρχει. Ολοζώντανη έλαμψε μπρος σε μένα.
Εκείνη τώρα με κρατεί και μ' οδηγεί το βήμα'
μ' αυτήν παρέα του δρόμου μου θα κόψω εγώ το νήμα.
Υπάρχει και το γνώρισα το σύννεφο τ' ολάσπρο-
το αλαφρό σαν άνεμο-το σίγουρο σαν κάστρο,
που αποξεχνιέται μέσα του τού Κόσμου όποια λύπη-
που η χαρά η ακριβή ποτέ δεν του απολείπει.
Υπάρχει το χαρούμενο ξέγνοιαστο πανηγύρι
που φώτα βλέπει λαμπερά όπου το μάτι γείρει.
Υπάρχει το αμύριστο τα’ ανθί, το φαντασμένο'
υπάρχει τ' απερίγραφτο-τ' αγγελοζηλεμένο.
Υπάρχει τ' άναρχο δεντρί που πάνω του η ψυχή μου
σαν αηδονάκι χαρωπό φωλιάζει' που δική μου
νιώθω την κάθε ρίζα του, την κάθε ακροκορφή του'
που όπως νυφούλα χαρωπή με σκέπουν οι ανθοί του.
Την ένιωσα-την έμαθα-την έζησα-τη βρήκα
τηνε κατέχω όση κρατεί -όση έχει η Αγάπη γλύκα.
Στα τρυφερά με σήκωσε χέρια τα δυνατά της
κι όλα τα μάγια μου 'μαθε κι όλα τα μυστικά της.
Κι α! Στης Αγάπης τα γερά, μοσχοπλεγμένα έπη
θέση δεν έχει μέσα τους ποτέ κανένα "πρέπει".
Στον μαγεμένο μύλο της που τ' άσχημα όλα κόβει,
λιώνουνε, σβηούνται, χάνονται του κόσμου όλοι οι φόβοι.
Κι είμαι μαζί Αγάπη εγώ κι είμαι κι Αγαπημένη'
κι είμαι μαζί λαχτάρα εγώ και σάρκα πυρωμένη.
Ζωή μου, σκέψη και ψυχή τ' Όνειρο τούτο θα 'ναι-
άλλα μαντέματα για με καθόλου δεν μετράνε.
Με τη δική του θα μιλώ φωνή κι η προσευχή μου
θαν' η 'φροσύνη που αυτό χάρισε στην ψυχή μου.
Κάθε μου κίνηση απλή θα καθρεφτίζει εκείνο
που μέσα στη δοσμένη μου σ' αυτό τη σκέψη κλείνω.
Αχώριστα θα μένουνε για μένανε δεμένες
οι πέντε που εγνώρισα μορφές οι αγαπημένες.
Για πάντα μέσα τους θα ζω καθώς εντός μου εκείνοι.
Δική μου κάθε ανάσα τους ανάσα θε' να γίνει.
Για κείνους που αγάπησα και μ' έχουν αγαπήσει-
γι αυτούς που ετούτο το κορμί βαθιά έχουν ποθήσει-
για να βρεθώ στο πλάι τους το δρόμο εγώ θα-ν-έβρω
ψάχνοντας μ' όση δύναμη κι όσο κι αν έχω νεύρο.
Δικό τους είμαι γέννημα-νους και ψυχή και σώμα'
το νου βάζω προσκέφαλο και την ψυχή για στρώμα
κι αγκάλιασμα θα γέψουμε σε τέτια πα' στρωσίδια
που από τη ζήλια τους να σκουν ακόμα και τα φίδια.
Γιατί όπως σε μια πάλλευκη που νύχτα καίει λαμπάδα
η φλόγα δίνει όλο το φως κι όλη την ομορφάδα
έτσι και όμορφο ποτέ όποιο κορμί δε θα 'ναι
αν της Αγάπης οι γλυκές φωτιές δεν το φωτάνε.
Και τώρα ξέρω κι άλλονε δεν έχω να ρωτάω:
αφού αγαπιέμαι και αφού ίδια κι εγώ αγαπάω
ειμ' όμορφη' τοσ' όμορφη που δεν μπορεί-τι κρίμα
να ζωγραφίσει ούτ’ αυτός που 'γραψε αυτό το ποίημα.
Κι αφού στο σώμα με κρατά η Αγάπη το ζεστό της'
κι αφού τρυγώ τη θέρμη της-βυζαίνω απ' το μαστό της,
την ομορφιά κατέχω εγώ που σ' όλα κάλλος δίνει'
γιατ' η Αγάπη μοναχά μπορεί να ομορφήνει.
Και να 'μαι αγαπημένοι μου, γοργά κοντά σας φτάνω.
Έρχομαι. 'Αλλο τίποτα δεν έχω για να κάνω.
Έρχομαι στο τραγούδι σας...φτάνω στη φυλακή σας…
όπου κι αν είσαστ' έρχομαι και μένω πια μαζί σας.
(μπαίνει η Μητέρα)
ΜΗΤΕΡΑ
Ωραία τα 'πες κόρη μου. Μα έλα πια. Θ' αργήσεις.
Το μεσημέρι σα θα 'ρθεις μπορείς να συνεχίσεις.
(βγαίνει η Μητέρα)
ΝΤΟΡΑ
Όχι. Δε μένει τίποτα για με να συνεχίσω.
Για να τελειώσω τίποτα δεν έχω, μα ν' αρχίσω.
(βγαίνει η Ντόρα' εμφανίζεται το Μαυρόπουλο παραμερίζοντας την κουρτίνα)
ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟ
Μη χολοσκάζεις άδικα μικρό μου κοριτσάκι.
Για μένα ό,τι εζήτησες ειν' ένα παιχνιδάκι.
Έτσι τα μαύρα μου φτερά που γρήγορα πετάνε
απ' το σχολειό σου σα θα 'ρθεις έτοιμα όλα θα 'ναι.
(απευθύνεται στους θεατές)
Μη ζείτε μέσα στ' όνειρο κι εσείς; Έχετε βάλει
τη σκέψη αυτή στ΄ ανθρώπινο μικρό σας το κεφάλι;
Μήπως και σεις στου Όνειρου τη φυλακή κλεισμένοι
σκεφτόσαστε πώς θα 'τανε να 'στε λευτερωμένοι;
Μήπως οι πέντε όπως αυτοί κάτι άφταστο ζητάτε
και μαυροπικραινόσαστε που δεν το αποχτάτε;
Στη φυλακή μήπως κι εσείς του Ονείρου μέσα ζείτε
και για χαμένα ή άβρετα μήπως κι εσείς θρηνείτε;
Μήπως κι εσείς νομίζετε πως ειν' ο χώρος λίγος
που μέσα του βρεθήκατε να μένετε και μήπως
και σεις πως κάτι θ' άλλαζε πιστεύετε αν γινόταν
η φυλακή ως τα πέρατα του κόσμου ν' απλωνόταν;
Ή μη κι εσείς όπως αυτή η…νόστιμη μικρούλα
ενώ είστε μέσα στης Ζωής τη μέση ή μιαν ακρούλα
θέλετε μέσα στου Όνειρου το σύνορο να μπείτε
την ευτυχία προσμένοντας ότι εκεί θα βρείτε;
Μήπως κι εσάς η ζήση σας τρομαχτική φαντάζει;
μήπως με τα θηρία της τ' άγρια σας τρομάζει;
Μη και για σας μια ταραχή σας έχει η Ζήση γίνει
και στου Ονείρου θέλετε να μπείτε τη γαλήνη;
Όποιο από τα ψέματα διαλέξετε τα δύο
εγώ με δεξιότητα τα δυο φτερά μου σείω
και παρευθύς σας κουβαλώ κει που 'χετε διαλέξει-
μονάχ' από το στόμα σας ν' ακούσω μία λέξη.
Ω! Άνθρωποι κακόμοιροι! Ω! Ψέματα ψεμάτων!
Ω! Κυνηγοί ανύπαρκτοι φασμάτων ανυπάρκτων!
Ω! Σεις του Χώρου παίγνια! Του Πάθους εικασίες!
Της αϋπνίας του Μηδενός οι νύχτιες φαντασίες!
Όχι πως ό,τι και να πω τη γνώμη σας θ' αλλάξω
μα τούτο θέλω σ' όλους σας απόψε να φωνάξω:
Ό,τι σας είπα τώρα δα και ό,τι πω ακόμα
ένας που λέγεται ποιητής μου το 'βαλε στο στόμα.
Τίποτα πα' στο τίποτα και ψέμα πα' στο ψέμα
και ζυμωμένο ας το ’χουνε με της ψυχής τους το αίμα,
να οι ποιητές τι δίνουνε-το μόνο που μπορούνε
είναι ότι δεν ξέρουνε τίποτα να ειπούνε.
Κιι αν στέκω τώρα εγώ εδώ κι εσείς απέναντί μου
σαν λίμνες απ' τις ψεύτικες εκείνες της ερήμου,
κάτι αν είναι σίγουρο, είναι αυτό το κάτι
πως δεν υπάρχει να μας δει εμάς κανένα μάτι.
Ψεύτικα όλα-σεις, εγώ, τα φώτα, η σκηνή μας,
δοσμένα με το ψεύτικο τετράχορδο της ρίμας.
Α! και τον γόνιμο Φαλλό του Ψέματος του πρώτου
θα 'βλεπε αν εκοίταζε καθένας στο μυαλό του.
Αλλ' αρκετά εμίλησα έξω απ' το πρόγραμμά μου.
Είναι καιρός να μαζευτώ να δω και τη δουλειά μου.
Γιατί αν τώρα ειμ' εδώ, έχω δουλειά να κάνω'
λοιπόν μολύβι και χαρτί και ώρα να μη χάνω.
(βγάζει μολύβι και χαρτί και λέγοντας τα παρακάτω μετράει, γράφει, υπολογίζει)
Ας δούμε...χώρος φυλακής τέσσερα επί τρία.
Δεν είναι λίγο' μάλιστα θα έχει ευρυχωρία.
(χτυπάει το πάτωμα)
Οι τρύπες για τα κάγκελα δε θα μας δυσκολέψουν…
διακόσα δέκα είναι καλά.. και μάλλον θα περσέψουν.
(δείχνει πάνω από την πόρτα)
Εκεί ένα παράθυρο-και χαμηλό λιγάκι
ώστε να βλέπει από κει έξω το κοριτσάκι…
(γελάει)
κι όση περσεύει από κει να βγαίνει ευτυχία
μη το καημένο το παιδί και πάθει ασφυξία…
Α! Διασκεδάζω ευτυχώς με τούτη τη δουλίτσα
όταν τυχαίνει προ παντός να κουβαλώ κορίτσα-
τόσο πολύ 'ναι σίγουρα ότι θα ευτυχήσουν
και τόσο αργούν πως έκαναν λάθος να εννοήσουν…
Ας είναι. Πρέπει να βιαστώ .Θα πρέπει να περάσω
απ' το παζάρι τα υλικά που θέλω ν' αγοράσω.
Κι αμέσως ύστερ' απ' αυτό να στείλω τους εργάτες-
δε βρίσκει σήμερα κανείς τόσο καλούς πελάτες…
(βγαίνει)
ΑΥΛΑΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου