Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012




ΤΣΑΠΑΝΙΔΟΥ

Κακαρίζει σαν κοτούλα
που ’χει κάνει αυγό
και ας είναι μια γριούλα
σαρανταοχτώ.

Και πληροφορίες δε δίνει
όσο κι αν μιλά-
το «χα χα» τόπο αφήνει
λίγον για μπλα-μπλα.

Κι έτσι εκτός από ομάδα
που ’χουμε εθνική,
και ΕΣΥ, και φασολάδα,
κι εθνική γιορτή,

και την εθνική μας πλέον
έστω και γριά
Αλαφούζου έχουμ’ ελέω
κακαρίστρια.

























ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟ
ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ

(Ο Μήτρακας αχάραγα σπίτι του Γιάννου πάει
και το κουδούνι δυνατά της πόρτας του χτυπάει)

-Τι θες ρε Μήτρο και χτυπάς χαράματα την πόρτα
προτού το πράσινο φανεί ακόμα από τα χόρτα;
-Γιάννο μου ξύπνα και κακό μεγάλο έχει γίνει
που ξάγρυπνον και μ’ άφησε και λύπηση μου δίνει.
-Τ’ είναι μωρέ; Για πες το μου να δω τι ιδέες πάλι
το αδειανό κατέβασε κουτό σου το κεφάλι…
-Γιάννο μου τούτη τη φορά θα δεις πως δίκιο έχω
που πριν τα ξημερώματα γοργά να σ’ έβρω τρέχω.
-Λέγε λοιπόν.
-                        Γιαννάκο μου όταν αυτό θα μάθεις
ίδια με μένα ταραχή κι ελόγου σου θα πάθεις.
-Λέγε μωρέ και μ’ έσκασες. Τι έγινε επί τέλους;
-Γιαννάκο να τι έγινε- έγιν’ η αρχή του τέλους
για κράτος, για κυβέρνηση, για έθνος, για πατρίδα.
-Ακούω-να δω πρωί πρωί ποια σου ‘χει στρίψει βίδα.
-Γιάννο μου ο πρωθυπουργός στο σκάνδαλο μπλεγμένος
είναι του Βατοπέδιου. Και πάει πια ο καημένος…
-Αυτό μωρέ ήρθες να μου πεις; Αυτό δεν είναι νέο.
-Χτές βράδυ εγώ το άκουσα Γιαννάκο μου, δε φταίω.
Ώστε λοιπόν ξέρεις και συ τι τρέχει στου Μαξίμου;
-Το ξέρω γιατί από χτες το πήρε το αυτί μου.
-Γιάννο μου κι έτσι αδιάφορος μπορείς και κρύος να  μένεις;
-Και τάχα τι να έκανα ρε Μήτρο περιμένεις;
-Γιάννο μου ο εκλεγμένος μας πρωθυπουργός μάς κλέβει!
-Κι αυτό γιατί τον άνοα το νου σου να παιδεύει;
Ούτε ο πρώτος ειν’ αυτός ούτε ο τελευταίος.
Ή αγνοείς πως κλέβανε ασύστολα κι οι τέως;
-Η Σωτηροπούλου Γιάννο μου το ‘πε-μια δικηγόρος.
Λοιπόν μη το όλο ζήτημα το βλέπεις αδιαφόρως.
Είπε πως ο Καραμανλής διάταξε τον Ψωμιάδη
να υπογράψει τα χαρτιά χωρίς ούτε να τά ‘δει.
-Ε και λοιπόν; Θα βγάλουνε ψεύτρα τη δικηγόρο.
Μπορεί και να της δώσουνε κανα μεγάλο δώρο
και η υπόθεση εκεί μια δια παντός θα κλείσει.
Νομίζεις να τον πιάσουνε ο Καραμανλής θ’ αφήσει;
-Μα τ’ όνομά του ακούστηκε. Το είπε ο Ψωμιάδης.
-Μήτρο μου ο Κέρβερος φυλάει τα όσα κρύβει ο Άδης.
-Αυτό δεν το κατάλαβα Γιαννάκο, πέστο πάλι.
-Λέω πως ο Καραμανλής λάδι θα τηνε βγάλει.
-Μα φως φανάρι Γιάννο μου είναι πως έχει κλέψει
και ο λαός ολόκληρος το έχει αυτό πιστέψει.
-Τώρα καζάντησες! Ρε συ λαό έχει η Ελλάδα;
-Αλλά τι έχει Γιάννο μου; Τ΄ είμαστε όλοι αράδα;
-Μήτρο η Ελλάδα συρφετό κι όχι λαό ειν’ γεμάτη.
Μια μάζα άβουλη, δειλή και στο μυαλό φευγάτη.
Αλλιώς θα τους καθάριζε όλους αν είχε γνώση
κι άλλους στη θέση τους, αγνούς, θα ‘χε στη χώρα δώσει.
-…Και λένε το Ρουσόπουλο γι αυτό τον είχαν διώξει…
-Τον έδιωξε ο Καραμανλής. Κι ως βλέπει το καράβι
νερά πως κάνει, κι αλλουνούς θα φάει το σκοτάδι.
Για να γλιτώσει αυτός, πολλούς Μήτρο θα «παραιτήσει»
Ποιος ένανε Καραμανλή  θα τονε σταματήσει;
-Τόσο μεγάλη δύναμη έχει αυτός Γιαννάκο;
--Μήτρο η Ελλάδα έχει αυτόν και η ελιά το δάκο.
Πέντε ειν’ τα που ‘φαγε αυτός τα δισεκατομμύρια.
κι αν λέει χιλιάδες είκοσι πως έχει και δυο κτίρια
κι αν ζει «σεμνά και ταπεινά» κει πέρα στη Ραφήνα
είν’ για να κάνει εσένανε που άμυαλος είσαι Μήτρο
να λες πως δεν κρατεί αυτός του πλούτου τ’ άθλιο σκήπτρο
κι ότι όσο υποφέρουνε οι άλλοι, έτσι κι εκείνος-
κι ας είναι όχι άνθρωπος σαν κείνους, αλλά κτήνος.
Έχεις ιδεί το βλέμμα του από μάτια γουρουνίσια;
Έχεις ιδεί τα χέρια του τους λόγους του όταν βγάζει,
που τα κουνάει σαν τη στιγμή και κείνηνε ν’ αρπάζει;
 Έχεις προσέξει τι πολλή προσπάθεια καταβάλλει
να δείξει ότι δίκαια θέση έχει αυτός μεγάλη;
Τον βλέπεις πόση σαν αετός που ‘χει αρπάξει αηδόνι
ασφάλεια νιώθει κι ηδονή το στόμα όταν μπουκώνει;
Και πες- καμιά μήπως φορά τον είδες να γελάει-
όχι! το δώρο που άνθρωπος κρατεί, σ’ αυτόν δεν πάει;
-Γιαννάκο μου λες δηλαδή για όσα έχει κλεμμένα
πως λόγο αυτός δεν πρόκειται να δώσει σε κανένα;
-Ρε Μήτρο έδωσε ποτέ λόγο σ’ ανθό το φύτρο;
Λόγο λοιπόν σε ποιον αυτός να δώσει μωρέ Μήτρο;
Ύστερα φίλε μου καλέ αν και λίγο βαρεμένε,
αφού δεν ξέρεις, άκουσε κι αυτό λοιπόν καημένε:
Ποιος,  υπουργός ή βουλευτής έχει ποτέ πληρώσει
για όσα έχει ολοζωής κλεμμένα χλαπακώσει;
Μήτρο μου, εκείνοι κλέβουνε, αυτοί νομοθετούνε
αυτοί αλληλοδικάζονται-και δε θ’ αθωωθούνε;
-Και ο Ψωμιάδης Γιάννο μου σ’ αυτά τι ρόλο παίζει;
-Του ανθρώπου που όντας σίγουρος ότι γερά πατάει
ξάφνω μια πεπονόφλουδα βαδίζοντας πατάει
κι η για τον Κώστα που ’χτιζε εικόνα τόσα χρόνια
έλιωσε ως τρύπα όζοντος τ’ άλιωτα λιώνει χιόνια.
Τώρα ν’ ακούσει έχει αυτός τόσα από τον Μεγάλο
που θα φωνάζει έντρομος: «φτάνει!» και «όχι άλλο!».
Μ’ αν θ’ αρπαχτούνε  δυο Νονοί, ή νύχτας είναι ή μέρας
το μεγαλύτερο απ’ τα δυο θα επιβιώσει Τέρας.
Και ο Ψωμιάδης ο πολύς με όλα τα στραβά του
πάει Μήτρο μου-τον χάνουμε-τα ‘φαγε τα ψωμιά του΄
θα τονε φάει ο χοντρός που τόσους έχει φάει
και που όλο ρεύεται, ξερνά, και πάλι όλο μασάει.
-Γιάννο μου ήρθα ο καψερός νέο ένα να σου φέρω
κι απ’ όσα ερχόντας ήξερα πιότερα τώρα  ξέρω…
-Θα φύγεις Μήτρο; Ευτυχώς. Έτσι θα ξαναπέσω
τον ύπνο που μου έκοψες να τονε ξαναδέσω
και ως τις δέκα ή έντεκα μιας και Σαββάτο είναι
θα κοιμηθώ μιας κι έχω πού την κεφαλήν μου κλίναι.
-Ύπνο καλό Γιαννάκο μου και όταν θα ξυπνήσεις
αν θες να πάμε για καφέ, να μου τηλεφωνήσεις.
-Ναι βρε Μητρούση μου, γιατί, αν και λειψός λιγάκι
είσαι το πιο καλλίτερο που έχω φιλαράκι.

(Και χωριστήκανε οι δυο κι ο ένας πάει για ύπνο
ενώ ο άλλος-δυστυχώς-κοιμάται και στο ξύπνιο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου